Η μοίρα των εθνών συχνά καθορίζεται από τις επιλογές μερικών ατόμων σε μια συγκεκριμένη περίοδο της Iστορίας. Στις ημέρες μας, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται αντιμέτωπες με...
μια τέτοια στιγμή. Όσα αποφασίσουν μια χούφτα Ρεπουμπλικάνοι καθορίζουν το μέλλον όχι μόνον της χώρας αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας. Η σύγχρονη ιστορία είναι γεμάτη με παρόμοιες στιγμές. Πριν από έναν αιώνα η Ρωσική Επανάσταση κατέληξε σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στη σιδηρά πυγμή του Βλαντίμιρ Λένιν και την αναποφασιστικότητα του Αλεξάντρ Κερένσκι, ο οποίος στο τέλος φυγαδεύτηκε από την Αγία Πετρούπολη για να ξεφύγει από τους Μπολσεβίκους.
Μια άλλη ρωσική επανάσταση –που σημειώθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1999, όταν ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανήλθε στην εξουσία, κυβερνώντας από τότε έως σήμερα τη Ρωσία– κατέληξε σε μια προσωπική εγωιστική απόφαση του τότε ηγέτη της χώρας. Δίνοντας προτεραιότητα στην προσωπική του ασφάλεια και την ασφάλεια της οικογένειάς του εις βάρος της Ρωσίας, ο πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν όρισε τον Πούτιν, έναν πρώην πράκτορα της KGB, διάδοχό του. Εντός ενός θετικότερου πλαισίου, θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε πώς θα ήταν σήμερα η Γαλλία, εάν τον Ιούνιο του 1940, ο τότε σχετικά άγνωστος στρατηγός Σαρλ ντε Γκολ δεν είχε απευθύνει εκείνη την παθιασμένη έκκληση στους Γάλλους να αντισταθούν στους ναζιστές εισβολείς. Πού θα βρισκόταν η Δύση εάν δεν ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αυτός που ανέλαβε την πρωθυπουργία της Βρετανίας εκείνη την ίδια χρονιά;
Και οι ΗΠΑ είχαν ανάλογες στιγμές, πολλές από τις οποίες περιέγραψε ο Τζον Φ. Κένεντι στο βιβλίο του «Profiles in Courage», το οποίο έγραψε πριν εκλεγεί πρόεδρος. Ο υπουργός Εξωτερικών Ντάνιελ Γουέμπστερ, για παράδειγμα, υποστήριξε τον Συμβιβασμό του 1850, παρότι απεχθανόταν τη δουλεία, ούτως ώστε να διασωθεί η Ενωση.
Παρομοίως, ο Ρόμπερτ Ταφτ κατήγγειλε τις δίκες της Νυρεμβέργης, παρά το μίσος του για τους Ναζί, για να υπερασπιστεί τη θεμελιώδη νομική αρχή των ΗΠΑ που ορίζει ότι ένα πρόσωπο δεν θα μπορούσε να διωχθεί ποινικά βάσει ενός αναδρομικού νομικού καθεστώτος. Ο Γουέμπστερ και ο Ταφτ, όπως και οι υπόλοιποι έξι που μελέτησε ο Κένεντι, διακινδύνευσαν την πολιτική τους καριέρα για να λάβουν δύσκολες αποφάσεις, επειδή πίστευαν ότι υπερασπίζονται τα συμφέροντα της χώρας τους. Αλλά αυτό το πολιτικό θάρρος δεν ανήκει στο παρελθόν. Πρόσφατα, 11 βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος της Βρετανίας αρνήθηκαν να παραχωρήσουν στην κυβέρνηση της Τερέζα Μέι εξουσίες ανάλογες με εκείνες του Ερρίκου Η’ – τη δυνατότητα να νομοθετεί δίχως την έγκριση του κοινοβουλίου. Με επικεφαλής τον Ντόμινικ Γκριβ, οι επαναστατημένοι Τόρις ενήργησαν δίχως να υπολογίσουν το κόστος. Το οποίο αποδείχτηκε υψηλό, με τον Γκριβ να δέχεται απειλές κατά της ζωής του, ενώ πολλοί απομακρύνθηκαν από την ηγεσία του κόμματος.
Οι ΗΠΑ είναι σήμερα ένας τόπος όπου δεν παρατηρούνται ανάλογη γενναιότητα και ανιδιοτέλεια. Καθώς, ωστόσο, ο πρόεδρος Τραμπ και η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο προσπαθούσαν να περάσουν ένα φορολογικό νομοσχέδιο που θα ωφελούσε τα πλουσιότερα νοικοκυριά της Αμερικής, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος κατά 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, το κουράγιο αυτό ήταν απαραίτητο. Οι Ρεπουμπλικανοί ήταν ανέκαθεν αντίθετοι σε κάθε μέτρο που αυξάνει το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Τώρα, ωστόσο, υποστηρίζουν περικοπές φόρων που θα αυξήσουν το έλλειμμα τόσο όσο, αν όχι και περισσότερο, αυξήθηκε κατά τη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι ο Ομπάμα προσπαθούσε να αποτρέψει μια άλλη Μεγάλη Ύφεση και όχι να περιορίσει τους φόρους των εύπορων δωρητών.
Πάντως υπήρξαν επτά Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές που δήλωσαν την ανησυχία τους για το νομοσχέδιο, εκφράζοντας έτσι τους βαθύτερους φόβους τους για το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ βλάπτει σοβαρά τους αμερικανικούς θεσμούς. Αλλά ακόμα και αυτοί φαίνεται πως ενέδωσαν, προσφέροντας έτσι μια σημαντική νομοθετική νίκη στον Τραμπ που θα συμβάλει στην ενίσχυση της ασθμαίνουσας προεδρίας του ενώ θα επιτείνει μακροπρόθεσμα την ανισότητα. Με αυτόν τον τρόπο, βάζουν την κομματική πειθαρχία πάνω από τις ανησυχίες τους για τη χώρα.
Φυσικά, είναι δύσκολο να ζητάμε περισσότερο ηρωισμό από τον ΜακΚέιν. Το θάρρος που επέδειξε ως αιχμάλωτος πολέμου για πέντε χρόνια στο Βιετνάμ φαίνεται να αμφισβητείται μόνο από τον Τραμπ ενώ σήμερα ο αξιοπρεπής τρόπος με τον οποίο πολεμά τον καρκίνο του εγκεφάλου, αύξησε την εκτίμηση που του έχουν οι περισσότεροι Αμερικανοί. Αλλά είναι γεγονός ότι ο ΜακΚέιν απομακρύνεται από τη θέση που εξέφρασε ο ίδιος όταν επανήλθε στη Γερουσία μετά την εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε, για επιστροφή στον «παλιό τρόπο νομοθέτησης στη Γερουσία», μιλώντας και για δημόσιες επιτροπές που θα εξετάζουν τα νομοσχέδια.
Ούτε ο ομόλογος του ΜακΚέιν στην Αριζόνα Τζεφ Φλέικ δεν μπόρεσε να υποστηρίξει τα λόγια του με πράξεις. Ο Φλέικ, συγγραφέας της αυτοβιογραφίας «Συνείδηση ενός Συντηρητικού» έδωσε πρόσφατα μια πύρινη ομιλία καταγγέλλοντας τον Τραμπ, ο οποίος σύμφωνα με τον Φλέικ απειλεί «τις αρχές, τις ελευθερίες και τους θεσμούς», αγνοώντας «την αλήθεια και την ευπρέπεια», και προβαίνοντας σε «απερίσκεπτες προκλήσεις». O Φλέικ, ωστόσο, θα στηρίξει το νομοσχέδιο του Τραμπ. Η Λίζα Μαρκόφσκι και η Σούζαν Κόλινς διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην παρεμπόδιση της κατάργησης του Obamacare και την αντικατάστασή του με ένα κατά πολύ σκληρότερο νομοσχέδιο για την υγειονομική περίθαλψη. Ο Ρόμπερτ Κόρκερ, επίσης, έδειξε να απομακρύνεται από τον Τραμπ. Όταν, ωστόσο, πρόκειται για φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους, τα άτομα αυτά είναι εξίσου πρόθυμα με κάθε άλλο πιστό ακόλουθο του Τραμπ να χάσουν την τιμή τους για να έχουν την αποδοχή των μελών της φυλής τους.
Μετά από χρόνια, κάποιος νέος και φιλόδοξος πολιτικός θα εξετάσει την προεδρία του Τραμπ και, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τα γεγονότα που εκτυλίσσονται μπροστά μας, θα γράψει κατά το πρότυπο του Κένεντι το «Profiles in Cowardice», εστιάζοντας στην έλλειψη ακεραιότητας των Ρεπουμπλικάνων. Το ερώτημα είναι πού θα έχει καταλήξει μέχρι τότε η αμερικανική δημοκρατία.
Νίνα Χρούστσεβα (εγγονή του Σοβιετικού ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ, γεννημένη στη Ρωσία, ζει στις ΗΠΑ και είναι καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων και Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στη Νέα Σχολή (The New School)
πηγη protagon.gr
μια τέτοια στιγμή. Όσα αποφασίσουν μια χούφτα Ρεπουμπλικάνοι καθορίζουν το μέλλον όχι μόνον της χώρας αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας. Η σύγχρονη ιστορία είναι γεμάτη με παρόμοιες στιγμές. Πριν από έναν αιώνα η Ρωσική Επανάσταση κατέληξε σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στη σιδηρά πυγμή του Βλαντίμιρ Λένιν και την αναποφασιστικότητα του Αλεξάντρ Κερένσκι, ο οποίος στο τέλος φυγαδεύτηκε από την Αγία Πετρούπολη για να ξεφύγει από τους Μπολσεβίκους.
Μια άλλη ρωσική επανάσταση –που σημειώθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1999, όταν ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανήλθε στην εξουσία, κυβερνώντας από τότε έως σήμερα τη Ρωσία– κατέληξε σε μια προσωπική εγωιστική απόφαση του τότε ηγέτη της χώρας. Δίνοντας προτεραιότητα στην προσωπική του ασφάλεια και την ασφάλεια της οικογένειάς του εις βάρος της Ρωσίας, ο πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν όρισε τον Πούτιν, έναν πρώην πράκτορα της KGB, διάδοχό του. Εντός ενός θετικότερου πλαισίου, θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε πώς θα ήταν σήμερα η Γαλλία, εάν τον Ιούνιο του 1940, ο τότε σχετικά άγνωστος στρατηγός Σαρλ ντε Γκολ δεν είχε απευθύνει εκείνη την παθιασμένη έκκληση στους Γάλλους να αντισταθούν στους ναζιστές εισβολείς. Πού θα βρισκόταν η Δύση εάν δεν ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αυτός που ανέλαβε την πρωθυπουργία της Βρετανίας εκείνη την ίδια χρονιά;
Και οι ΗΠΑ είχαν ανάλογες στιγμές, πολλές από τις οποίες περιέγραψε ο Τζον Φ. Κένεντι στο βιβλίο του «Profiles in Courage», το οποίο έγραψε πριν εκλεγεί πρόεδρος. Ο υπουργός Εξωτερικών Ντάνιελ Γουέμπστερ, για παράδειγμα, υποστήριξε τον Συμβιβασμό του 1850, παρότι απεχθανόταν τη δουλεία, ούτως ώστε να διασωθεί η Ενωση.
Παρομοίως, ο Ρόμπερτ Ταφτ κατήγγειλε τις δίκες της Νυρεμβέργης, παρά το μίσος του για τους Ναζί, για να υπερασπιστεί τη θεμελιώδη νομική αρχή των ΗΠΑ που ορίζει ότι ένα πρόσωπο δεν θα μπορούσε να διωχθεί ποινικά βάσει ενός αναδρομικού νομικού καθεστώτος. Ο Γουέμπστερ και ο Ταφτ, όπως και οι υπόλοιποι έξι που μελέτησε ο Κένεντι, διακινδύνευσαν την πολιτική τους καριέρα για να λάβουν δύσκολες αποφάσεις, επειδή πίστευαν ότι υπερασπίζονται τα συμφέροντα της χώρας τους. Αλλά αυτό το πολιτικό θάρρος δεν ανήκει στο παρελθόν. Πρόσφατα, 11 βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος της Βρετανίας αρνήθηκαν να παραχωρήσουν στην κυβέρνηση της Τερέζα Μέι εξουσίες ανάλογες με εκείνες του Ερρίκου Η’ – τη δυνατότητα να νομοθετεί δίχως την έγκριση του κοινοβουλίου. Με επικεφαλής τον Ντόμινικ Γκριβ, οι επαναστατημένοι Τόρις ενήργησαν δίχως να υπολογίσουν το κόστος. Το οποίο αποδείχτηκε υψηλό, με τον Γκριβ να δέχεται απειλές κατά της ζωής του, ενώ πολλοί απομακρύνθηκαν από την ηγεσία του κόμματος.
Οι ΗΠΑ είναι σήμερα ένας τόπος όπου δεν παρατηρούνται ανάλογη γενναιότητα και ανιδιοτέλεια. Καθώς, ωστόσο, ο πρόεδρος Τραμπ και η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο προσπαθούσαν να περάσουν ένα φορολογικό νομοσχέδιο που θα ωφελούσε τα πλουσιότερα νοικοκυριά της Αμερικής, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος κατά 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, το κουράγιο αυτό ήταν απαραίτητο. Οι Ρεπουμπλικανοί ήταν ανέκαθεν αντίθετοι σε κάθε μέτρο που αυξάνει το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Τώρα, ωστόσο, υποστηρίζουν περικοπές φόρων που θα αυξήσουν το έλλειμμα τόσο όσο, αν όχι και περισσότερο, αυξήθηκε κατά τη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι ο Ομπάμα προσπαθούσε να αποτρέψει μια άλλη Μεγάλη Ύφεση και όχι να περιορίσει τους φόρους των εύπορων δωρητών.
Πάντως υπήρξαν επτά Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές που δήλωσαν την ανησυχία τους για το νομοσχέδιο, εκφράζοντας έτσι τους βαθύτερους φόβους τους για το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ βλάπτει σοβαρά τους αμερικανικούς θεσμούς. Αλλά ακόμα και αυτοί φαίνεται πως ενέδωσαν, προσφέροντας έτσι μια σημαντική νομοθετική νίκη στον Τραμπ που θα συμβάλει στην ενίσχυση της ασθμαίνουσας προεδρίας του ενώ θα επιτείνει μακροπρόθεσμα την ανισότητα. Με αυτόν τον τρόπο, βάζουν την κομματική πειθαρχία πάνω από τις ανησυχίες τους για τη χώρα.
Φυσικά, είναι δύσκολο να ζητάμε περισσότερο ηρωισμό από τον ΜακΚέιν. Το θάρρος που επέδειξε ως αιχμάλωτος πολέμου για πέντε χρόνια στο Βιετνάμ φαίνεται να αμφισβητείται μόνο από τον Τραμπ ενώ σήμερα ο αξιοπρεπής τρόπος με τον οποίο πολεμά τον καρκίνο του εγκεφάλου, αύξησε την εκτίμηση που του έχουν οι περισσότεροι Αμερικανοί. Αλλά είναι γεγονός ότι ο ΜακΚέιν απομακρύνεται από τη θέση που εξέφρασε ο ίδιος όταν επανήλθε στη Γερουσία μετά την εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε, για επιστροφή στον «παλιό τρόπο νομοθέτησης στη Γερουσία», μιλώντας και για δημόσιες επιτροπές που θα εξετάζουν τα νομοσχέδια.
Ούτε ο ομόλογος του ΜακΚέιν στην Αριζόνα Τζεφ Φλέικ δεν μπόρεσε να υποστηρίξει τα λόγια του με πράξεις. Ο Φλέικ, συγγραφέας της αυτοβιογραφίας «Συνείδηση ενός Συντηρητικού» έδωσε πρόσφατα μια πύρινη ομιλία καταγγέλλοντας τον Τραμπ, ο οποίος σύμφωνα με τον Φλέικ απειλεί «τις αρχές, τις ελευθερίες και τους θεσμούς», αγνοώντας «την αλήθεια και την ευπρέπεια», και προβαίνοντας σε «απερίσκεπτες προκλήσεις». O Φλέικ, ωστόσο, θα στηρίξει το νομοσχέδιο του Τραμπ. Η Λίζα Μαρκόφσκι και η Σούζαν Κόλινς διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην παρεμπόδιση της κατάργησης του Obamacare και την αντικατάστασή του με ένα κατά πολύ σκληρότερο νομοσχέδιο για την υγειονομική περίθαλψη. Ο Ρόμπερτ Κόρκερ, επίσης, έδειξε να απομακρύνεται από τον Τραμπ. Όταν, ωστόσο, πρόκειται για φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους, τα άτομα αυτά είναι εξίσου πρόθυμα με κάθε άλλο πιστό ακόλουθο του Τραμπ να χάσουν την τιμή τους για να έχουν την αποδοχή των μελών της φυλής τους.
Μετά από χρόνια, κάποιος νέος και φιλόδοξος πολιτικός θα εξετάσει την προεδρία του Τραμπ και, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τα γεγονότα που εκτυλίσσονται μπροστά μας, θα γράψει κατά το πρότυπο του Κένεντι το «Profiles in Cowardice», εστιάζοντας στην έλλειψη ακεραιότητας των Ρεπουμπλικάνων. Το ερώτημα είναι πού θα έχει καταλήξει μέχρι τότε η αμερικανική δημοκρατία.
Νίνα Χρούστσεβα (εγγονή του Σοβιετικού ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ, γεννημένη στη Ρωσία, ζει στις ΗΠΑ και είναι καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων και Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στη Νέα Σχολή (The New School)
πηγη protagon.gr