Οι γονείς των λουλουδιών...

―Let the good  times roll... ―Πατέρα κάτσε φρόνιμα...

Θα προσπαθήσω να πω την ιστορία ουδέτερα. Το κατά δύναμιν. 

Σε ένα τραπέζι φίλων, τις προάλλες, βρέθηκα απέναντι σε ένα ζευγάρι μεσόκοπο – φίλοι φίλων. Η γυναίκα...
γλυκιά, λίγο κουρασμένη, με μια σκιά απογοήτευσης στην άκρη του χαμόγελού της. Συμφιλιωμένη με τη σκέψη ότι η ζωή της πέρασε χωρίς τις εξάρσεις που περίμενε. Λίγο αυτοσαρκαστική επίσης. Θα πρέπει να υπήρξε καλλονή. 

Ο άντρας παχύς, στα 65, με ντύσιμο προχειρότερο από την ηλικία του και σημάδια γηραλέου χιπισμού – θαμπά τατουάζ, βραχιόλια περασμένης μόδας, άσπρα γένια και διαμαντένιο σκουλαρίκι. 

Πρώην δημόσιοι υπάλληλοι. Με σύνταξη 2.800 ο άντρας, ο οποίος τη βλέπει έξαλλος να περικόπτεται. «Μια ζωή δούλεψα γι' αυτήν τη σύνταξη. Με ποιο δικαίωμα;». 

Μου είπε τα εξής. 

Ο γιος του είναι άνεργος 3 χρόνια. Είναι «μεγάλος μάγκας» όμως. Άλλωστε, δεν φταίει αυτός για την ανεργία του. Ζει από τη σύνταξη του πατέρα του και αναπτύσσει κοινωνική δράση. Ανήκει σε πολλές ομάδες αλληλεγγύης και συχνά εξαφανίζεται μεγάλα διαστήματα από το σπίτι. Σε «δράσεις». Και οι δύο γονείς είναι περήφανοι γι' αυτόν, παρότι παραδέχονται ότι δεν έχει κάνει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να βρει δουλειά – ακριβέστερα, όσες βρίσκει, τις θεωρεί ταπεινωτικές και κατώτερές του. 

Η κόρη, στα 23, δουλεύει κάπου για τρεις κι εξήντα, «φεύγει το πρωί και γυρίζει το βράδυ, ένα κουρέλι». Μαθαίνει εντατικά ξένες γλώσσες. Πιστεύει ότι η Ελλάδα είναι μια νεκρή χώρα και στόχος της είναι να φύγει για την Ευρώπη. Με τον πατέρα της κυρίως (παλιό ΠΑΣΟΚ) είναι σε διαρκή φιλονικία. «Εσείς κάνατε το άρρωστο πάρτι σας, τώρα μας πουλάτε ηθικολογία κι εγώ δουλεύω σαν σκυλί και δεν θα πάρω ούτε σύνταξη», του λέει. 

Ο πατέρας της τη θεωρεί ρίψασπι και τελειωμένη. Σουφρώνει τα χείλη, μεταξύ περιφρόνησης και αηδίας. 

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου ΕΔΩ
lifo.gr