Το σκληρό μάθημα του 1992...


Δημήτρης Ψαρράς


Στη δημόσια συζήτηση των τελευταίων ημερών έγινε αρκετός λόγος για τα συλλαλητήρια του 1992. Τα σχόλια περιορίστηκαν όμως στην αριθμητική σύγκριση του συγκεντρωμένου πλήθους και...
στο προφανές γεγονός ότι, ενώ το 1992 τα συλλαλητήρια ήταν οργανωμένα «από τα πάνω», υπήρξαν δηλαδή έργο κινητοποίησης του κρατικού μηχανισμού, την περασμένη Κυριακή τον πρώτο λόγο είχε ένα πολυπλόκαμο δίκτυο οργανώσεων «από τα κάτω».

Αλλά το πραγματικό ερώτημα δεν απαντήθηκε. Γιατί εκείνο που έχει σήμερα σημασία είναι να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα από τις πολιτικές συνέπειες που είχαν εκείνες οι μαζικές συγκεντρώσεις;

Οταν μιλάμε για συλλαλητήρια του 1992, εννοούμε τις δύο μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη (14.2.1992) και την Αθήνα (10.12.1992). Οι αρχές εκείνου του χρόνου έβρισκαν τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις σε μια μεταβατική φάση.

Μετά την πολιτική κρίση του 1989-1990 που είχε οδηγήσει σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και σε δύο αναγκαστικές συγκατοικήσεις, τη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας - Συνασπισμού υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη και στη συνέχεια την οικουμενική υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα, ο Κώστας Μητσοτάκης είχε πετύχει να αναδειχτεί πρωθυπουργός, με οριακή όμως πλειοψηφία.

Το ΠΑΣΟΚ ήταν πληγωμένο και αφοσιωμένο από τον Μάρτιο του 1991 στη δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά με κύριο κατηγορούμενο τον αρχηγό του κόμματος, Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Συνασπισμός, με πρόεδρο τη Μαρία Δαμανάκη, είχε ήδη υποστεί τον ακρωτηριασμό με την αποχώρηση του ΚΚΕ από τις τάξεις του, με γραμματέα την Αλέκα Παπαρήγα.

Σε αυτό το κλίμα ήταν υποχρεωμένη η χώρα να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις που είχαν προκύψει από την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού και τη διάλυση της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας.

Ηδη στις 11 και 23.12.1990 είχαν πραγματοποιηθεί οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Στις 27.1.1991 είχε εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κίρο Γκλιγκόροφ και στις 17.2.1991 η Βουλή της χώρας είχε τροποποιήσει το όνομά της σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Στις 8.9.1991 διενεργήθηκε δημοψήφισμα στη χώρα με το ερώτημα «Είστε υπέρ ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους, με το δικαίωμα να συμμετέχει σε μια μελλοντική ένωση κυρίαρχων γιουγκοσλαβικών κρατών;». Η συμμετοχή ανήλθε στο 71,85 % και υπέρ ψήφισε η συντριπτική πλειοψηφία (95,05%).

Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να δημιουργήσει στις 17.10.1991 «Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων» με έδρα τη Θεσσαλονίκη και να δηλώσει στις 13.11.1991 ότι «η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να αναγνωρίσει κράτος ανεξάρτητο που θα φέρει το ιστορικό ελληνικό όνομα της Μακεδονίας».

Ενόψει της συνόδου του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Κ., το υπουργικό συμβούλιο κατέληξε στις 4.12.1991 σε τρεις όρους:

α) Να αλλάξουν τα Σκόπια την ονομασία «Μακεδονία».

β) Να αναγνωρίσουν ότι δεν έχουν βλέψεις ή διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας.

γ) Να αναγνωρίσουν ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα «μακεδονική» μειονότητα.

Το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Κ. στις 16.12.1991 αποδέχτηκε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αναγνώριση της Σλοβενίας και Κροατίας.

Ως προς το ζήτημα που ενδιέφερε την Ελλάδα, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι αν αυτή η Δημοκρατία επιθυμεί την αναγνώρισή της, τότε οφείλει: «Να δεσμευτεί ότι θα υιοθετήσει συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις, ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι σε γειτονικό κράτος-μέλος της Κοινότητας και ότι δεν θα μετέρχεται εχθρικής προπαγάνδας εναντίον γειτονικού κράτους-μέλους της Κοινότητας, περιλαμβανομένης και της χρήσης ονομασίας, η οποία υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις».

Η ομόφωνη αυτή απόφαση των ευρωπαϊκών κρατών προβλήθηκε τότε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ως πλήρης επικράτηση των ελληνικών θέσεων. Ομως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ, θεώρησε ότι υπήρξε υποχώρηση και ότι έπρεπε να τεθεί ως όρος ότι δεν θα περιλαμβάνεται στο όνομα του νεοσύστατου κράτους όχι μόνο η λέξη «Μακεδονία», αλλά και τα παράγωγά της.

Φυσικά κάτι παρόμοιο δεν υπήρξε στη συμφωνία, όσο κι αν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς επιχείρησε αργότερα να υποστηρίξει ότι δεν χρειαζόταν να υπάρξει ρητός αποκλεισμός του όρου «Μακεδονία» από την απόφαση των Ευρωπαίων υπουργών, εφόσον αυτός διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Αριστοτέλη Τζιαμπίρη, «όπως φάνηκε ξεκάθαρα στη μετέπειτα στάση του στο ζήτημα, ο Σαμαράς υποτίμησε ή παρανόησε την πιθανότητα μια ονομασία όπως Ανω Μακεδονία ή Μακεδονία του Βαρδάρη να είναι τουλάχιστον συζητήσιμη, αν όχι αποδεκτή», σύμφωνα με την ευρωπαϊκή απόφαση («Διεθνείς σχέσεις και Μακεδονικό Ζήτημα», εκδ. ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 2003, σ. 53).

Από εκείνη τη στιγμή, το ζήτημα πήρε τη μορφή εσωτερικού προβλήματος στην Ελλάδα. Με το ΠΑΣΟΚ να απορρίπτει κάθε προοπτική συνεννόησης και συμβιβασμού, και με τον Αντ. Σαμαρά να ποντάρει στην απρόσμενη δημοφιλία που του προσέφερε η προβολή του ως «σκληρού» και «ανυποχώρητου», ο Κ. Μητσοτάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με το δίλημμα να προχωρήσει σε μια πολιτική που πίστευε ή να ακολουθήσει κι αυτός το ρεύμα της εποχής.

Γνωρίζουμε ότι επέλεξε το δεύτερο, συντάχθηκε δηλαδή με τις απαιτήσεις του εθνικιστικού κλίματος που είχε αρχίσει να διαπερνά και τα μέσα ενημέρωσης. Από «ενδοτικός» έγινε κι αυτός μέσα σε λίγες μέρες «μαξιμαλιστής».



Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο ΕΔΩ