Tο έργο το έχουμε ξαναδεί αρκετές φορές στο παρελθόν και όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσουμε να το βλέπουμε και στο μέλλον. Μπορεί η Τουρκία να...
έχει απλώσει τραχανά στα ανατολικά σύνορά της και ταυτόχρονα να είναι βαθύτατα διχασμένη στο εσωτερικό της, όμως δεν παραλείπει να υπενθυμίζει με λόγια και πράξεις τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας. Οσοι στην κυβέρνηση ήλπιζαν ότι η επίσκεψη Ερντογάν θα ήταν μια αφετηρία για να πέσει η θερμοκρασία στο ελληνοτουρκικό μέτωπο διαψεύδονται από τα γεγονότα.
Είναι, άλλωστε, παραδοσιακή πρακτική της Αγκυρας πριν ή μετά από σημαντικές διμερείς επαφές-συνομιλίες να κλιμακώνει την επεκτατική πίεσή της για να στείλει το μήνυμα ότι οι μακροχρόνιες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις όχι μόνο παραμένουν στο τραπέζι, αλλά και διατηρούν την έντασή τους. Κατά συνέπεια, ότι η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα γίνει με βάση τις τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις.
Αυτή τη φορά, τον χορό δεν έσυρε ο Ταγίπ Ερντογάν ή κάποιος δικός του με δηλώσεις αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης. Τον έσυρε η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία διαφωνεί με αυτή την αμφισβήτηση επειδή θεωρεί την εν λόγω συνθήκη τον διεθνή τίτλο ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Οι κεμαλικοί είναι επιφυλακτικοί και όσον αφορά τη στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία και στο Ιράκ. Πρωτοστατούν, όμως, στην προβολή επεκτατικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας. Ο κεμαλικός βουλευτής Οζτούρκ Γιλμάζ κατηγόρησε την κυβέρνηση Ερντογάν ότι ανέχεται την κατάληψη νησίδων στο Αιγαίο από την Ελλάδα! Και επειδή προεξόφλησε ότι δεν θα βγει τίποτε από τις διερευνητικές επαφές που ξαναρχίζουν, έβαλε στην ατζέντα τη στρατιωτική δράση. Προκάλεσε, μάλιστα, τους Νεοοθωμανούς ρωτώντας τους αν φοβούνται την Ελλάδα. Εσπευσε, μάλιστα, να τους διαβεβαιώσει ότι η Ελλάδα δεν θα τολμήσει να πολεμήσει. Δεν πρόκειται για ρητορικές ακρότητες ενός ακραίου περιθωριακού εθνικιστή.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν χάνει ευκαιρία να λέει τα ίδια πράγματα. Πριν από λίγο καιρό είχε δηλώσει: «Ας κοιτάξει (σ.σ.: ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»! Τον είχε καλέσει μάλιστα να επέμβει για να κατεβάσει την ελληνική σημαία!
Οπως προκύπτει από τα παραπάνω, η πολιτική αντιπαράθεση στην Τουρκία έχει εκφυλιστεί σε έναν ανταγωνισμό εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτό φάνηκε και από την απάντηση που έδωσε στον κεμαλικό βουλευτή ο υπουργός Εξωτερικών. Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου όχι μόνο συμφώνησε ότι υπάρχει πρόβλημα, αλλά επέστρεψε την κατηγορία στην αντιπολίτευση.
Υπογράμμισε ότι η κατάληψη πραγματοποιήθηκε επί Κεμάλ και είχε γίνει ανεκτή από το μετακεμαλικό καθεστώς. Δεν περιορίστηκε, όμως, σε αυτό. Ορισε και τις τρεις εναλλακτικές λύσεις: διπλωματία, προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και στρατιωτική κατάληψη των νησίδων. Δήλωσε ακόμη ότι η κυβέρνηση έχει επιλέξει τη διπλωματία, αλλά εάν δεν προκύψει λύση θα ζητήσει από το Κοινοβούλιο να αποφασίσει ποιος θα είναι ο εναλλακτικός δρόμος, δηλαδή Διεθνές Δικαστήριο ή στρατιωτική δράση.
Μπορεί μέχρι τώρα να έχουμε ακούσει διάφορα στο επίπεδο της ρητορικής, αλλά είναι η πρώτη φορά που η Αγκυρα προσδιορίζει τις εναλλακτικές, έστω και δυνητικά. Για τη στρατιωτική κατάληψη των ελληνικών νησίδων (αρκετές εξ αυτών είναι κατοικημένες) δεν έχουμε να πούμε πολλά. Μια τέτοια ενέργεια εκ των πραγμάτων ισοδυναμεί με πόλεμο και όλοι το γνωρίζουν.
Πρέπει να μείνουμε στην εναλλακτική της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, η οποία για πρώτη φορά μπαίνει στο τραπέζι από την πλευρά της Αγκυρας. Για την ακρίβεια, πάντα πρότασσε τις διμερείς διαπραγματεύσεις χωρίς θεωρητικά να απορρίπτει την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο. Προτιμούσε τις διμερείς διαπραγματεύσεις, επειδή έχει πειστεί από τις αντιδράσεις της Αθήνας ότι μπορεί να τη ρυμουλκήσει σε διευθετήσεις οι οποίες θα παρακάμπτουν το Διεθνές Δίκαιο και θα ευνοούν τα τουρκικά συμφέροντα.
Την παραπομπή στη Χάγη τη συζητάει μόνο σε ένα πλαίσιο το οποίο επίσης θα παρακάμπτει το Διεθνές Δίκαιο και επιπροσθέτως θα νομιμοποιεί τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις και θα τις καθιστά νομικές διαφορές. Διπλωματική πηγή εκφράζει τον φόβο μήπως η σχετική αναφορά του Τσαβούσογλου έρχεται ως προέκταση σχετικής συζήτησης με την ελληνική πλευρά.
Η ατζέντα της Χάγης
Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχει ένδειξη ότι δρομολογείται κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα παραδοσιακά ζητούσε η διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας να παραπεμφθεί στη Χάγη. Αυτή η θέση, όμως, είχε νόημα όσο δεν υπήρχε τουρκική αμφισβήτηση του εδαφικού καθεστώτος. Πώς θα οριοθετήσει το Διεθνές Δικαστήριο όταν η μία πλευρά διεκδικεί νησίδες της άλλης; Ο μόνος τρόπος είναι να τεθεί στην κρίση του και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Μπορεί η ελληνική θέση από νομικής άποψης να είναι ισχυρότατη, αλλά καμία χώρα δεν θέτει την εδαφική της ακεραιότητα στην κρίση τρίτων.
Ακόμα και στο Διεθνές Δικαστήριο υπεισέρχεται το πολιτικό στοιχείο. Οταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή στην ατζέντα της Χάγης βρίσκονται για μοίρασμα μόνο ελληνικές νησίδες και καμία τουρκική, η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει. Ιδανικές αποφάσεις και 100% δικαίωση είναι εξαιρετικά σπάνια. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο υπουργείο Εξωτερικών έχουν εντοπίσει λίγες τουρκικές νησίδες που θα μπορούσε η Αθήνα να τις διεκδικήσει ως ενδεχόμενο εργαλείο εξισορρόπησης. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι και πάλι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση. Η ελληνική πλευρά έχει μόνο να χάσει αν μπει σε αυτό το μονοπάτι.
Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου (με μία εξαίρεση). Δεδομένου ότι δεν διεκδικεί τίποτε από την Τουρκία, δεν έχει κανέναν λόγο να ζητάει παραπομπή. Εάν η Αγκυρα θέλει να προσφύγει μονομερώς εναντίον της Ελλάδας επειδή θεωρεί ότι αδικείται, μπορεί να το πράξει. Πρέπει προηγουμένως, όμως, να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Δεν το κάνει, βεβαίως, επειδή θα καθίστατο ευάλωτη σε πολλά επίπεδα. Εκτός αυτού, η θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» δεν είναι νομική διαφορά για να τη λύσει η Χάγη. Είναι όχημα επεκτατισμού και ως εκ τούτου πολιτικό πρόβλημα.
Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια των πολύχρονων διερευνητικών επαφών η Αθήνα έχει παρασυρθεί σε διαπραγμάτευση και για προβλήματα που έχουν εγείρει μονομερώς οι Τούρκοι και για υποδείξεις που πρέπει να γίνουν προς το Διεθνές Δικαστήριο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχει ανοίξει την πόρτα για εθνικά επιζήμιες εξελίξεις. Η λεγόμενη «πολιτική Ελσίνκι», την οποία δρομολόγησε η κυβέρνηση Σημίτη (με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου), κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση.
Με αιχμή τα ελληνικά χωρικά ύδατα
Στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών, έχει γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, παρότι (σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο) πρόκειται για ένα δικαίωμα (επέκταση στα 12 μίλια) το οποίο κάθε παράκτιο κράτος ασκεί μονομερώς. Στο κέντρο εκείνων των διαπραγματεύσεων ήταν μια φόρμουλα ελληνικών χωρικών υδάτων πολλαπλού εύρους.
Συγκεκριμένα, σε περιοχές αδιάφορες για την Τουρκία (π.χ. στο Ιόνιο, στο Λιβυκό και το Μυρτώο) η Ελλάδα θα επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της στα 12 μίλια. Στις δε γειτνιάζουσες με την Τουρκία θαλάσσιες περιοχές τα ελληνικά χωρικά ύδατα θα παραμείνουν στα 6 μίλια. Ας σημειωθεί ότι -σύμφωνα πάντα με την ίδια φόρμουλα- ο ελληνικός εναέριος χώρος από 10 μίλια που είναι σήμερα θα προσαρμοζόταν για να ταυτίζεται με το κατά περιοχή εύρος των χωρικών υδάτων και κατ’ αυτό τον τρόπο θα λυνόταν και αυτό το πρόβλημα.
Ο Νίκος Κοτζιάς προσανατολίζεται στο να επεκτείνει τα ελληνικά χωρικά ύδατα στα 12 μίλια σε περιοχές που απέχουν από τις τουρκικές ακτές. Αν το πράξει, θα έχει δημιουργήσει ένα θετικό και χωρίς παρενέργειες τετελεσμένο, δεδομένου ότι εδώ και δεκαετίες η Αθήνα αποφεύγει να εφαρμόσει το καθεστώς των 12 μιλίων, επειδή η Αγκυρα έχει επισήμως δηλώσει ότι θεωρεί μια τέτοια κίνηση «αιτία πολέμου».
Με δεδομένη αυτή τη στάση, η Ελλάδα έπρεπε εξαρχής να έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια σε όλες τις περιοχές που δεν γειτνιάζουν με την Τουρκία. Ο Κοτζιάς δεν έχει διευκρινίσει αν το ζήτημα της επέκτασης στο Ανατολικό Αιγαίο θα το παγώσει ή στη συνέχεια διαπραγματευτεί με την Αγκυρα το εκεί εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων στο πλαίσιο ενός πακέτου. Ας σημειωθεί ότι, αν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας γίνει με βάση τα 6 μίλια, η Ελλάδα θα χάσει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της. Οσο, πάντως, η Τουρκία βάζει στο τραπέζι εδαφικές διεκδικήσεις ο δρόμος μιας συμφωνίας θα παραμένει εκ των πραγμάτων κλειστός. Το να συνεχίσει η Αθήνα να ισχυρίζεται δημοσίως ότι διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά της και θα το ασκήσει όποτε αυτή κρίνει κοροϊδεύει μόνο τον εαυτό της.
Είναι σαφές ότι όταν ένα δικαίωμα δεν ασκείται για πολλά χρόνια, όπως στην περίπτωσή μας, χάνει την ισχύ του. Η άσκησή του γίνεται ολοένα πιο δύσκολη. Ας σημειωθεί ότι η Τουρκία στις βόρειες (Μαύρη Θάλασσα) και στις νότιες ακτές της (Ανατολική Μεσόγειο) έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Δεν τα έχει, βεβαίως, επεκτείνει στις δυτικές ακτές της (Αιγαίο), επειδή η ίδια δεν θα είχε αξιόλογο όφελος και κυρίως γιατί αν τα επέκτεινε δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την Ελλάδα να πράξει το ίδιο. Είναι αξιοθρήνητο το γεγονός ότι κάποιοι κύκλοι στην Αθήνα συζητούν το ενδεχόμενο να παραπέμψουν στη Χάγη τα προβλήματα ως πακέτο, συμπεριλαμβανομένων και των «γκρίζων ζωνών».
Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα της ελληνικής πολιτικής ελίτ βλέπει τη Χάγη όχι ως έναν πολιτισμένο τρόπο επίλυσης μιας διαφοράς με ένα γειτονικό κράτος, αλλά ως πολιτικό καταφύγιο. Αρκετοί παράγοντες στην Αθήνα έχουν φτάσει στο σημείο να επιδιώκουν πάση θυσία κλείσιμο του ελληνοτουρκικού μετώπου, ελπίζοντας απλώς ότι η Ελλάδα θα χάσει λίγα. Και επειδή θα τα χάσει με τη βούλα του Διεθνούς Δικαστηρίου, οι Ελληνες θα το καταπιούν...
protothema.gr
έχει απλώσει τραχανά στα ανατολικά σύνορά της και ταυτόχρονα να είναι βαθύτατα διχασμένη στο εσωτερικό της, όμως δεν παραλείπει να υπενθυμίζει με λόγια και πράξεις τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας. Οσοι στην κυβέρνηση ήλπιζαν ότι η επίσκεψη Ερντογάν θα ήταν μια αφετηρία για να πέσει η θερμοκρασία στο ελληνοτουρκικό μέτωπο διαψεύδονται από τα γεγονότα.
Είναι, άλλωστε, παραδοσιακή πρακτική της Αγκυρας πριν ή μετά από σημαντικές διμερείς επαφές-συνομιλίες να κλιμακώνει την επεκτατική πίεσή της για να στείλει το μήνυμα ότι οι μακροχρόνιες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις όχι μόνο παραμένουν στο τραπέζι, αλλά και διατηρούν την έντασή τους. Κατά συνέπεια, ότι η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα γίνει με βάση τις τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις.
Αυτή τη φορά, τον χορό δεν έσυρε ο Ταγίπ Ερντογάν ή κάποιος δικός του με δηλώσεις αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης. Τον έσυρε η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία διαφωνεί με αυτή την αμφισβήτηση επειδή θεωρεί την εν λόγω συνθήκη τον διεθνή τίτλο ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Οι κεμαλικοί είναι επιφυλακτικοί και όσον αφορά τη στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία και στο Ιράκ. Πρωτοστατούν, όμως, στην προβολή επεκτατικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας. Ο κεμαλικός βουλευτής Οζτούρκ Γιλμάζ κατηγόρησε την κυβέρνηση Ερντογάν ότι ανέχεται την κατάληψη νησίδων στο Αιγαίο από την Ελλάδα! Και επειδή προεξόφλησε ότι δεν θα βγει τίποτε από τις διερευνητικές επαφές που ξαναρχίζουν, έβαλε στην ατζέντα τη στρατιωτική δράση. Προκάλεσε, μάλιστα, τους Νεοοθωμανούς ρωτώντας τους αν φοβούνται την Ελλάδα. Εσπευσε, μάλιστα, να τους διαβεβαιώσει ότι η Ελλάδα δεν θα τολμήσει να πολεμήσει. Δεν πρόκειται για ρητορικές ακρότητες ενός ακραίου περιθωριακού εθνικιστή.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν χάνει ευκαιρία να λέει τα ίδια πράγματα. Πριν από λίγο καιρό είχε δηλώσει: «Ας κοιτάξει (σ.σ.: ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»! Τον είχε καλέσει μάλιστα να επέμβει για να κατεβάσει την ελληνική σημαία!
Οπως προκύπτει από τα παραπάνω, η πολιτική αντιπαράθεση στην Τουρκία έχει εκφυλιστεί σε έναν ανταγωνισμό εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτό φάνηκε και από την απάντηση που έδωσε στον κεμαλικό βουλευτή ο υπουργός Εξωτερικών. Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου όχι μόνο συμφώνησε ότι υπάρχει πρόβλημα, αλλά επέστρεψε την κατηγορία στην αντιπολίτευση.
Υπογράμμισε ότι η κατάληψη πραγματοποιήθηκε επί Κεμάλ και είχε γίνει ανεκτή από το μετακεμαλικό καθεστώς. Δεν περιορίστηκε, όμως, σε αυτό. Ορισε και τις τρεις εναλλακτικές λύσεις: διπλωματία, προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και στρατιωτική κατάληψη των νησίδων. Δήλωσε ακόμη ότι η κυβέρνηση έχει επιλέξει τη διπλωματία, αλλά εάν δεν προκύψει λύση θα ζητήσει από το Κοινοβούλιο να αποφασίσει ποιος θα είναι ο εναλλακτικός δρόμος, δηλαδή Διεθνές Δικαστήριο ή στρατιωτική δράση.
Μπορεί μέχρι τώρα να έχουμε ακούσει διάφορα στο επίπεδο της ρητορικής, αλλά είναι η πρώτη φορά που η Αγκυρα προσδιορίζει τις εναλλακτικές, έστω και δυνητικά. Για τη στρατιωτική κατάληψη των ελληνικών νησίδων (αρκετές εξ αυτών είναι κατοικημένες) δεν έχουμε να πούμε πολλά. Μια τέτοια ενέργεια εκ των πραγμάτων ισοδυναμεί με πόλεμο και όλοι το γνωρίζουν.
Πρέπει να μείνουμε στην εναλλακτική της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, η οποία για πρώτη φορά μπαίνει στο τραπέζι από την πλευρά της Αγκυρας. Για την ακρίβεια, πάντα πρότασσε τις διμερείς διαπραγματεύσεις χωρίς θεωρητικά να απορρίπτει την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο. Προτιμούσε τις διμερείς διαπραγματεύσεις, επειδή έχει πειστεί από τις αντιδράσεις της Αθήνας ότι μπορεί να τη ρυμουλκήσει σε διευθετήσεις οι οποίες θα παρακάμπτουν το Διεθνές Δίκαιο και θα ευνοούν τα τουρκικά συμφέροντα.
Την παραπομπή στη Χάγη τη συζητάει μόνο σε ένα πλαίσιο το οποίο επίσης θα παρακάμπτει το Διεθνές Δίκαιο και επιπροσθέτως θα νομιμοποιεί τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις και θα τις καθιστά νομικές διαφορές. Διπλωματική πηγή εκφράζει τον φόβο μήπως η σχετική αναφορά του Τσαβούσογλου έρχεται ως προέκταση σχετικής συζήτησης με την ελληνική πλευρά.
Η ατζέντα της Χάγης
Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχει ένδειξη ότι δρομολογείται κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα παραδοσιακά ζητούσε η διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας να παραπεμφθεί στη Χάγη. Αυτή η θέση, όμως, είχε νόημα όσο δεν υπήρχε τουρκική αμφισβήτηση του εδαφικού καθεστώτος. Πώς θα οριοθετήσει το Διεθνές Δικαστήριο όταν η μία πλευρά διεκδικεί νησίδες της άλλης; Ο μόνος τρόπος είναι να τεθεί στην κρίση του και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Μπορεί η ελληνική θέση από νομικής άποψης να είναι ισχυρότατη, αλλά καμία χώρα δεν θέτει την εδαφική της ακεραιότητα στην κρίση τρίτων.
Ακόμα και στο Διεθνές Δικαστήριο υπεισέρχεται το πολιτικό στοιχείο. Οταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή στην ατζέντα της Χάγης βρίσκονται για μοίρασμα μόνο ελληνικές νησίδες και καμία τουρκική, η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει. Ιδανικές αποφάσεις και 100% δικαίωση είναι εξαιρετικά σπάνια. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο υπουργείο Εξωτερικών έχουν εντοπίσει λίγες τουρκικές νησίδες που θα μπορούσε η Αθήνα να τις διεκδικήσει ως ενδεχόμενο εργαλείο εξισορρόπησης. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι και πάλι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση. Η ελληνική πλευρά έχει μόνο να χάσει αν μπει σε αυτό το μονοπάτι.
Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου (με μία εξαίρεση). Δεδομένου ότι δεν διεκδικεί τίποτε από την Τουρκία, δεν έχει κανέναν λόγο να ζητάει παραπομπή. Εάν η Αγκυρα θέλει να προσφύγει μονομερώς εναντίον της Ελλάδας επειδή θεωρεί ότι αδικείται, μπορεί να το πράξει. Πρέπει προηγουμένως, όμως, να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Δεν το κάνει, βεβαίως, επειδή θα καθίστατο ευάλωτη σε πολλά επίπεδα. Εκτός αυτού, η θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» δεν είναι νομική διαφορά για να τη λύσει η Χάγη. Είναι όχημα επεκτατισμού και ως εκ τούτου πολιτικό πρόβλημα.
Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια των πολύχρονων διερευνητικών επαφών η Αθήνα έχει παρασυρθεί σε διαπραγμάτευση και για προβλήματα που έχουν εγείρει μονομερώς οι Τούρκοι και για υποδείξεις που πρέπει να γίνουν προς το Διεθνές Δικαστήριο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχει ανοίξει την πόρτα για εθνικά επιζήμιες εξελίξεις. Η λεγόμενη «πολιτική Ελσίνκι», την οποία δρομολόγησε η κυβέρνηση Σημίτη (με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου), κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση.
Με αιχμή τα ελληνικά χωρικά ύδατα
Στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών, έχει γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, παρότι (σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο) πρόκειται για ένα δικαίωμα (επέκταση στα 12 μίλια) το οποίο κάθε παράκτιο κράτος ασκεί μονομερώς. Στο κέντρο εκείνων των διαπραγματεύσεων ήταν μια φόρμουλα ελληνικών χωρικών υδάτων πολλαπλού εύρους.
Συγκεκριμένα, σε περιοχές αδιάφορες για την Τουρκία (π.χ. στο Ιόνιο, στο Λιβυκό και το Μυρτώο) η Ελλάδα θα επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της στα 12 μίλια. Στις δε γειτνιάζουσες με την Τουρκία θαλάσσιες περιοχές τα ελληνικά χωρικά ύδατα θα παραμείνουν στα 6 μίλια. Ας σημειωθεί ότι -σύμφωνα πάντα με την ίδια φόρμουλα- ο ελληνικός εναέριος χώρος από 10 μίλια που είναι σήμερα θα προσαρμοζόταν για να ταυτίζεται με το κατά περιοχή εύρος των χωρικών υδάτων και κατ’ αυτό τον τρόπο θα λυνόταν και αυτό το πρόβλημα.
Ο Νίκος Κοτζιάς προσανατολίζεται στο να επεκτείνει τα ελληνικά χωρικά ύδατα στα 12 μίλια σε περιοχές που απέχουν από τις τουρκικές ακτές. Αν το πράξει, θα έχει δημιουργήσει ένα θετικό και χωρίς παρενέργειες τετελεσμένο, δεδομένου ότι εδώ και δεκαετίες η Αθήνα αποφεύγει να εφαρμόσει το καθεστώς των 12 μιλίων, επειδή η Αγκυρα έχει επισήμως δηλώσει ότι θεωρεί μια τέτοια κίνηση «αιτία πολέμου».
Με δεδομένη αυτή τη στάση, η Ελλάδα έπρεπε εξαρχής να έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια σε όλες τις περιοχές που δεν γειτνιάζουν με την Τουρκία. Ο Κοτζιάς δεν έχει διευκρινίσει αν το ζήτημα της επέκτασης στο Ανατολικό Αιγαίο θα το παγώσει ή στη συνέχεια διαπραγματευτεί με την Αγκυρα το εκεί εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων στο πλαίσιο ενός πακέτου. Ας σημειωθεί ότι, αν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας γίνει με βάση τα 6 μίλια, η Ελλάδα θα χάσει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της. Οσο, πάντως, η Τουρκία βάζει στο τραπέζι εδαφικές διεκδικήσεις ο δρόμος μιας συμφωνίας θα παραμένει εκ των πραγμάτων κλειστός. Το να συνεχίσει η Αθήνα να ισχυρίζεται δημοσίως ότι διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά της και θα το ασκήσει όποτε αυτή κρίνει κοροϊδεύει μόνο τον εαυτό της.
Είναι σαφές ότι όταν ένα δικαίωμα δεν ασκείται για πολλά χρόνια, όπως στην περίπτωσή μας, χάνει την ισχύ του. Η άσκησή του γίνεται ολοένα πιο δύσκολη. Ας σημειωθεί ότι η Τουρκία στις βόρειες (Μαύρη Θάλασσα) και στις νότιες ακτές της (Ανατολική Μεσόγειο) έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Δεν τα έχει, βεβαίως, επεκτείνει στις δυτικές ακτές της (Αιγαίο), επειδή η ίδια δεν θα είχε αξιόλογο όφελος και κυρίως γιατί αν τα επέκτεινε δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την Ελλάδα να πράξει το ίδιο. Είναι αξιοθρήνητο το γεγονός ότι κάποιοι κύκλοι στην Αθήνα συζητούν το ενδεχόμενο να παραπέμψουν στη Χάγη τα προβλήματα ως πακέτο, συμπεριλαμβανομένων και των «γκρίζων ζωνών».
Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα της ελληνικής πολιτικής ελίτ βλέπει τη Χάγη όχι ως έναν πολιτισμένο τρόπο επίλυσης μιας διαφοράς με ένα γειτονικό κράτος, αλλά ως πολιτικό καταφύγιο. Αρκετοί παράγοντες στην Αθήνα έχουν φτάσει στο σημείο να επιδιώκουν πάση θυσία κλείσιμο του ελληνοτουρκικού μετώπου, ελπίζοντας απλώς ότι η Ελλάδα θα χάσει λίγα. Και επειδή θα τα χάσει με τη βούλα του Διεθνούς Δικαστηρίου, οι Ελληνες θα το καταπιούν...
protothema.gr