Kështu u shpreh për CNN grek Konstandinos Tsitselikis, eksperti i pakicave etnike dhe profesor i historisë ballkanike, sllavëve dhe të lindjes në Universitetin e Maqedonisë në Selanik. Sipas tij:
“Gjërat janë tensionuar tej mase pas viteve 1925-1926, kur qeveria e atëhershme e udhëhequr nga Venizelos sekuestroi pronat e çamëve pa i kompensuar. Kështu, shpërtheu vala e dhunës midis grekëve [ardhacakë nga Anadolli] dhe çamëve. Pika kulmore arrin, kur një pjesë e çamëve bashkëpunuan me italianët dhe gjermanët. Është artificiale ideja se të gjithë çamët ishin bashkëpunëtorë të gjermanëve, pasi pati një pjesë u rreshtuan në luftën antifashiste me ELAS mbi 500 çamë.
Në vitet 1943-1944 forcat e EDES të udhëhequr nga Napoleon Zerva dëbuan me forcë për në Shqipëri rreth 20.000-25.000 çamë. Nga ky dëbim i dhunshëm u vranë rreth 3.000 njerëz, pjesa tjetër arriti të shpëtojë duke ikur në Shqipëri.
Kjo është padyshim përvoja më dramatike për çamët dhe pasardhësit e tyre, sepse ata humbën pronat e tyre dhe nënshtetësinë greke. EDES e udhëhequr nga Zerva nuk ishte ushtri shtetërore greke, por ata kryen krime lufte.
Greqia nuk duhet ta fshehë këtë temë nën rrogoz. Pala greke duhet të ulet dhe të diskutojë politikisht këtë temë për t’u mbyllur. Ajo po e vendos këtë temë nën rrogoz, kur ajo duhet ta hapë për të diskutuar se çfarë ka ndodhur atë periudhë për ta mbyllur më tej. Për fat të keq kanë ndodhur ato që ndodhën, padyshim, por që atëherë kanë kaluar tre breza. Kjo është më tepër një çështje e të drejtës morale për të njohur atë që ka ndodhur më parë.”
Το προκλητικό πανό που ανήρτησαν Αλβανοί οπαδοί στο Euro 2016 έφερε ξανά στο προσκήνιο το θέμα των Τσάμηδων. «Η Ελλάδα είναι ένοχη για γενοκτονία στην Τσαμουριά.100.000 Αλβανοί θύματα» έγραφε το πανό που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών και όχι μόνο.
Ο καθηγητής του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας,Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, αναλύει τα γεγονότα εκείνης της εποχής και παραθέτει την επιστημονική του άποψη για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να χειριστεί το θέμα η Ελλάδα και το υπουργείο Εξωτερικών.
«Η ιστορία ξεκινά από την ενσωμάτωση της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος το 1913. Τα πράγματα δυσκόλεψαν μετά το 1925-1926, με τα παράπονα των Τσάμηδων, που εν πολλοίς είναι δικαιολογημένα, όπως λένε οι εκθέσεις του τότε πρωθυπουργού Βενιζέλου. Οι μικροϊδιοκτήτες έχασαν την περιουσία τους και δεν αποδόθηκαν οι αποζημιώσεις σωστά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα κύμα βίας και από την πλευρά των Τσάμηδων προς τους Έλληνες και από την πλευρά των Ελλήνων προς τους Τσάμηδες» λέει ο καθηγητής και προσθέτει:
«Το αποκορύφωμα αυτής της αντίδρασης και της σύγκρουσης ήταν όταν μέρος των Τσάμηδων συνεργάστηκε με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Ωστόσο είναι επίπλαστη η ιδέα ότι όλοι οι Τσάμηδες ήταν συνεργάτες των Γερμανών. Αυτό έρχεται στην τελική φάση της κρίσης το 1943-1944, όπου οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ προχωρούν ουσιαστικά στην εκκαθάριση όλου του τσάμικου πληθυσμού (περίπου 20.000-25.000 ανθρώπων) και τη βίαιη εκδίωξή τους προς την Αλβανία».
«Σε αυτή τη βίαιη εκδίωξη σκοτώθηκαν περίπου 3.000 άνθρωποι και οι υπόλοιποι έφυγαν στην Αλβανία. Πρόκειται προφανώς για μία τραυματική εμπειρία για τους Τσάμηδες και για τους απογόνους τους, γιατί έχασαν τις περιουσίες τους και την ελληνική ιθαγένεια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία έκρυθμη κατάσταση» εξηγεί ο κ. Τσιτσελίκης θέτοντας ως σημαντική εκκρεμότητα το γεγονός ότι «δεν έχει αναγνωριστεί από καμία πλευρά ότι ο ΕΔΕΣ – που δεν είναι ελληνική κρατική οργάνωση – διέπραξε ένα έγκλημα πολέμου εκείνη την εποχή».
«Αυτή η εκκρεμότητα έχει μετουσιωθεί σε ένα μεγάλο πολιτικό ζήτημα εσωτερικά στην Αλβανία, από ένα κόμμα των Τσάμηδων, το οποίο διεκδικεί διάφορα ζητήματα που όμως έχουν λυθεί από δικαστήρια στο Στρασβούργο» αναφέρει ο καθηγητής.
Παράλληλα, διευκρινίζει ότι το ζήτημα των Τσάμηδων «δεν ήταν ενεργό στην επίσημη γραμμή της Αλβανίας και ότι η κυβέρνηση δεν εγείρει κάποιο επίσημο θέμα».
Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης αποδίδει το γεγονός της επαναφοράς του θέματος στην εσωτερική κατάσταση στην Αλβανία καθώς, όπως λέει, το κόμμα των Τσάμηδων συμμετέχει στην κυβέρνηση συνασπισμού. «Δεν υπάρχουν άλλα ερείσματα. Υπάρχει πιο πολύ ένα ζήτημα ηθικού δικαιώματος να αναγνωριστεί τι συνέβη τότε» ξεκαθαρίζει.
«Η Ελλάδα δεν πρέπει να κρύβει το θέμα κάτω από το χαλάκι»
Αναφορικά με τη στάση της Ελλάδας και πως πρέπει το υπουργείο Εξωτερικών να διαχειριστεί το θέμα ο καθηγητής υπογραμμίζει ότι «αρχικά πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει θέμα απόδοσης δικαιωμάτων ιδιοκτησιών».
«Η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να το διαχειριστεί με πολιτικό τρόπο την αναγνώριση των γεγονότων εκείνων. Θα πρέπει να καθίσει να συζητήσει για να κλείσει το θέμα. Βάζει το θέμα κάτω από το χαλάκι ενώ θα έπρεπε να το ανοίξει, να συζητηθεί τι συνέβη τότε και να κλείσει. Κακώς έγιναν όλα αυτά που έγιναν, προφανώς, αλλά από εκεί και πέρα μιλάμε για τρεις γενιές πίσω».
«Θα πρέπει να γίνει μία ανοιχτή συζήτηση και να προχωρήσουμε. Όσο κρύβεις ένα θέμα κάτω από το χαλάκι, τόσο δίνεις δικαίωμα στην άλλη πλευρά. Κακώς δίνεται από την ελληνική πλευρά το δικαίωμα να μεγιστοποιείται αυτό το διαπραγματευτικό χαρτί» λέει ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης.