Ο Τσίπρας στηρίζει Φίλη για τα Θρησκευτικά...

Ο Τσίπρας στηρίζει Φίλη  για τα Θρησκευτικά και ο Ιερώνυμος «περνάει» τον υπουργό «γενεές δεκατέσσερις» - Mediaκαι ο Ιερώνυμος «περνάει» τον υπουργό «γενεές δεκατέσσερις»...

Στήριξη στον υπουργό Παιδείας για τα Θρησκευτικά παρείχε ο Αλέξης Τσίπρας, από το βήμα της Βουλής, ενώ την ίδια ώρα σφοδρή κριτική στον Νίκο Φίλη, και όχι μόνο,  εξαπολύει ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σε επιστολή που...
απέστειλε στον πρωθυπουργό και τα κόμματα.

Στην πρωτολογία του ο πρωθυπουργός ουσιαστικά κάλυψε τον υπουργό Παιδείας . Αναφερόμενος καταρχήν στο ζήτημα της κατήχησης είπε ότι το μάθημα των θρησκευτικών δε μπορεί να έχει ομολογιακό χαρακτήρα, ωστόσο είπε ούτε οι ώρες του μαθήματος μειώνονται, ούτε γίνεται μάθημα επιλογής, ούτε χάνεται η βασική αναφορά στο ορθόδοξο θρήσκευμα. Οφείλει όμως, πρόσθεσε, το μάθημα των θρησκευτικών, να κάνει τη θρησκευτικότητα κατανοητή ως πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας, δεδομένου ότι στα σχολεία φοιτούν και μαθητές από άλλα θρησκεύματα. Ο πρωθυπουργός είπε ότι ο σχετικός διάλογος τελεί ουσιαστικά υπό την αιγίδα του παιδαγωγικού ινστιτούτου. Σε αυτό τον διάλογο σημείωσε «προφανώς είναι ευπρόσδεκτες οι απόψεις της Εκκλησίας» αλλά η τελική επιλογή θα γίνει «σε κλίμα σύνθεσης» από το παιδαγωγικό ινστιτούτο.

Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει το κλίμα μετά τις αναφορές Φίλη περί του ρόλου της Εκκλησίας στην Κατοχή και τη Χούντα, εστίασε στο παρόν (αυτή είναι η γραμμή Μαξίμου από την αρχή της εβδομάδας) υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει την προσφορά της πλειονότητας των ιεραρχών (ωστόσο όχι της Εκκλησίας συνολικά) στο προσφυγικό.

Επίσης, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «θρησκευτική ουδετερότητα» του κράτους, και κάλεσε και τα άλλα κόμματα να εκθέσουν τις απόψεις τους για το ζήτημα.

Από την πλευρά του, στην επιστολή του, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, μεταξύ άλλων εκφράζει ανησυχίες για το μέλλον της ορθοδοξίας στην Ελλάδα ενώ θεωρεί ότι πλέον τα Θρησκευτικά γίνονται «κατηχητικό», ενώ συμπληρώνει ότι

με σαφή πολιτικά κριτήρια προσπαθεί να κατηχήσει και να στρατεύσει τους μαθητές σε μια εκκοσμικευμένη στάση απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο. Κατά τον αρχιεπίσκοπο εκμηδενίζεται ηη ιδιαιτερότητα του ορθόδοξου δόγματος και της χριστιανικής παράδοσης, αφού μελετώνται στο επίπεδο του απλού κοινωνικού ή φιλοσοφικού κινήματος, όπως ο τροσκισμός ή η οικολογική κίνηση.

Αναλυτικά η επιστολή:

«ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Β’

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥΣ

ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ





Αξιότιμε Κύριε Πρόεδρε,

Η παρούσα επιστολή προέκυψε από την επισκόπηση του εκπαιδευτικού υλικού και των οδηγιών προς τους δασκάλους και θεολόγους καθηγητές, που διατίθενται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) βάσει των νέων Προγραμμάτων Σπουδών (Π.Σ.) για το μάθημα των Θρησκευτικών. Φυσικά απόκειται στον εκπαιδευτικό η ειδικότερη χρήση των κειμένων και μουσικών έργων της διδακτέας ύλης, που δεν αποτελούν σχολικά βιβλία. Ωστόσο το δημοσιευμένο, πλέον, υλικό μετουσιώνει σε πρακτική μορφή σε ποιο μαθησιακό αποτέλεσμα αποβλέπουν τα νέα Π.Σ. και παρουσιάζει με απτό τρόπο τον χαρακτήρα και τους σκοπούς του νέου μαθήματος. Η δημοσίευση του παραπάνω υλικού επιτρέπει και επιβάλλει να εκφράσω τις πρόδηλες απορίες και αντιρρήσεις, που δημιουργούνται από την μελέτη του, σε συνδυασμό και με τις θέσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας σχετικώς προς το μάθημα.

Εν πρώτοις οφείλω να επαναλάβω το αυτονόητο, για ποιο λόγο είμεθα συνομιλητές της Πολιτείας. Μέχρι σήμερα η δημόσια επιχειρηματολογία του κ. Υπουργού Παιδείας, Έρευνας καί Θρησκευμάτων κατέληγε διαρκώς με την επωδό ότι «η Πολιτεία αποφασίζει», σαφώς υπονοώντας ότι η Εκκλησία επιθυμεί να ποδηγετήσει στην Πολιτεία. Άραγε στην δημοκρατική μας πατρίδα έχει χώρο η λουδοβίκεια άποψη ότι Πολιτεία είναι μόνο ο Υπουργός; Το ότι επαναλαμβάνεται διαρκώς ότι άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος έχει χαρακτήρα αριθμητικής διαπιστώσεως, όταν γίνεται λόγος για επικρατούσα θρησκεία, είναι κάτι ασήμαντο για την λήψη πολιτικών αποφάσεων σε μία δημοκρατία, εφ’ όσον πρόκειται για ζητήματα θρησκευτικής εκπαιδεύσεως; Η Εκκλησία της Ελλάδος, στο τομέα της θρησκευτικής αποστολής Της, δεν εκπροσωπεί την θρησκευτική πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας; Απευθυνόμαστε λοιπόν στην πολιτική ηγεσία της Πατρίδας ως μια κοινωνική ομάδα, ενότητα Κλήρου και Λαού, επί ενός ζητήματος θρησκευτικής αγωγής, που μας αφορά.

Δεύτερον, όλο αυτό το διάστημα η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου εμφανιζόταν να επιχειρηματολογεί απέναντι σε αιτήματα, που ουδέποτε προέβαλε η Εκκλησία προκειμένου να προσπεράσει τις επιφυλάξεις μας ως φανατικές, παλαιολιθικές, ή αντιδημοκρατικές. Ουδέποτε ισχυρίσθηκε η Ιερά Σύνοδος ότι το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρεώνει την Πολιτεία να «κατηχεί» τα παιδιά μέσα στις σχολικές αίθουσες, ώστε να γίνουν χριστιανοί ή ότι η Εκκλησία αναμένει τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις από το Κράτος στο πλαίσιο του μαθήματος των Θρησκευτικών. Και εν πάση περιπτώσει η Εκκλησία δεν κρύβεται πίσω από το Σύνταγμα · η σχέση του ελληνικού Λαού με την ορθόδοξη πίστη είναι ενεργό συλλογικό βίωμα με ιστορικό βάθος, για το οποίο οι κληρικοί είμαστε κυρίως υπεύθυνοι, και δεν επιβάλλεται εξουσιαστικά από νομικούς κανόνες. Αυτές λοιπόν είναι αναληθείς υπεραπλουστεύσεις, που μας αποδόθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να αποφευχθεί μία έντιμη και σοβαρή συζήτηση για την βελτίωση της θρησκευτικής εκπαιδεύσεως στο σχολείο, την οποία και η Εκκλησία επιθυμεί.

Η Ορθοδοξία δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την σύγκριση με τα άλλα θρησκεύματα και δόγματα. Η σύγκριση όμως προϋποθέτει ότι το μάθημα παρέχει στον μαθητή συνεκτική και πλήρη εικόνα της ιδιαιτερότητας της Ορθοδοξίας, δηλαδή ένα σύνολο δομημένων γνώσεων με ψύχραιμη, επιστημονική - θεολογική προσέγγιση και όχι σκόρπιες ψηφίδες κοινωνιολογικού ή φιλοσοφικού προβληματισμού με αφορμή το θρησκευτικό φαινόμενο. Επί πλέον, προϋποθέτει το απαραβίαστο και ανέλεγκτο του θρησκευτικού φρονήματος του μαθητή από το Κράτος.

Ήδη από το 2015 η ρητορική των εκπροσώπων του Υπουργείου Παιδείας συστηματικά διαστρέβλωνε, κατά βολικό τρόπο, τον ρόλο του υπάρχοντος μαθήματος των Θρησκευτικών ως μίας δήθεν ανελεύθερης και προσηλυτιστικής διαδικασίας «παραγωγής πιστών» της ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα στις σχολικές αίθουσες. Ακούσθηκαν επιθετικές απόψεις κατά του μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ότι δηλαδή επηρεάζει τὴν «ταύτιση ή η σύγχυση των χώρων του θρησκευτικού με τον δημόσιο που είναι κατεξοχήν κοσμικός και ανεξίθρησκος», όπως δήλωσε, σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη του χαρτοφυλακίου της, η Αναπλ.Υπουργός κ. Σία Ἀναγνωστοπούλου, η οποία τάχθηκε υπέρ της απαλλαγής χωρίς οποιαδήποτε επίκληση λόγων θρησκευτικών συνειδήσεως (και κατ' οὐσίαν δηλαδή υπέρ της μετατροπής τοῦ μαθήματος από υποχρεωτικό σὲ προαιρετικό).

Αργότερα εντός του έτους 2015, άρχισε να κυκλοφορεί μία νεώτερη θέση του Υπουργείου Παιδείας ότι το μάθημα οφείλει να αλλάξει, διότι αίφνης η πολιτική ηγεσία άρχισε να ανησυχεί για τη διαφύλαξη της  «υποχρεωτικότητάς» του εν όψει του μέχρι τότε δήθεν κατηχητικού – προσηλυτιστικού του χαρακτήρα. Αυτό σηματοδοτούσε την έναρξη μίας προσπάθειας να τεθεί σε εκβιαστική βάση η κατάργηση της πλειοψηφικής παρουσίας του γνωστικού υλικού για την Ορθοδοξία και του θεολογικού χαρακτήρα του μαθήματος, προκειμένου να εισαχθεί πλέον ένα μάθημα μη θεολογικό (π.χ. κοινωνιολογικό, ιστορικό ή φιλοσοφικό) και με υποβαθμισμένη την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση υπό την απειλή της –ειδάλλως– καταργήσεως του μαθήματος.

Πιο πρόσφατα άρχισε να κυκλοφορεί και ακόμα νεώτερη επιχειρηματολογία του Υπουργείου Παιδείας, ότι η ομαλή ένταξη των μεταναστών και προσφυγών στην ελληνική κοινωνία, επιβάλλει πλέον ένα διαφορετικό μάθημα Θρησκευτικών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πρώτη συνέτρεξε και στηρίζει αυτούς τους απελπισμένους αδελφούς μας χωρίς διακρίσεις φυλής ή θρησκείας. Απομένει όμως να διευκρινισθεί, εάν αυτή η δικαιολογία περί της μεταβολής του μαθήματος των Θρησκευτικών συνδέεται με την υποβάθμιση των μαθημάτων των Αρχαίων Ελληνικών και της Ιστορίας, για τα οποία προτείνεται να μην εξετάζονται στο τέλος του σχολικού έτους. Υφίσταται ευρύτερος σχεδιασμός, ώστε οι επόμενες γενιές Ελλήνων πολιτών να αποτελούνται από μία σχετική πλειοψηφία ελληνογενούς πληθυσμού με ασθενή ταυτότητα και ένα άθροισμα εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, για τις οποίες θα ακολουθείται η πολιτική της μη ομαλής αφομοιώσεώς τους από την ελληνική κοινωνία; Εάν έτσι είναι, πρόκειται για μια εκπαιδευτική επιλογή εθνικής και ιστορικής εμβέλειας, για την οποία οφείλουν οι υπεύθυνοι να δημοσιοποιήσουν τις προθέσεις τους.

Σε αντίθεση με την άποψη περί μη προσκολλήσεως στο παρελθόν, πιστεύω ότι τα μαθήματα των Θρησκευτικών, της Ελληνικής γλώσσας, Λογοτεχνίας και Ιστορίας αποτελούν αναγκαία μαθήματα ταυτότητας και διαδραματίζουν σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση του φρονήματος των αυριανών Ελλήνων πολιτών. Για τον λόγο αυτό, οι απόψεις της Εκκλησίας υπερβαίνουν τις συγκυριακές διαφωνίες επιστημονικών ή πολιτικών χώρων. Η Ιερά Σύνοδος συνειδητά δεν τοποθετήθηκε στην σχετική επιστημονική διαφωνία των δύο ενώσεων θεολόγων, της «Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων» και του «Καιρού». Οι απόψεις μας δεν σημαίνουν την συμπαράταξη ή αντιπαράθεση της Εκκλησίας με τις προτάσεις εκατέρας των επιστημονικών ενώσεων ή των πολιτικών κομμάτων επί των θέματος....

Για να διαβάσετε αναλυτικά την επιστολή, πατήστε ΕΔΩ...