Το υλικό της HSBC αποκτήθηκε μέσα σε λίγους μήνες στη διάρκεια του 2007.
Το δίκτυο ήταν σε επαφή και με τις γαλλικές και ιταλικές δικαστικές αρχές, παρόλο που εγώ δε μιλούσα απευθείας μαζί τους. Είχα σχέσεις με λίγα άτομα, όμως ήξερα ότι...
από πίσω μας υπήρχε μια ισχυρή οργάνωση. Ο βασικός κανόνας που εγγυούνταν την ασφάλειά μας ήταν ότι ο καθένας από εμάς έπρεπε να γνωρίζει λίγα άτομα από το δίκτυο, ακόμα και αν διέθετε τις απαραίτητες πληροφορίες και ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει.
από πίσω μας υπήρχε μια ισχυρή οργάνωση. Ο βασικός κανόνας που εγγυούνταν την ασφάλειά μας ήταν ότι ο καθένας από εμάς έπρεπε να γνωρίζει λίγα άτομα από το δίκτυο, ακόμα και αν διέθετε τις απαραίτητες πληροφορίες και ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει.
Στην τράπεζα υπήρχαν διάφορα συστήματα πληροφορικής στα οποία είχαν πρόσβαση διάφοροι υπάλληλοι. Αφού πρώτα εντόπισαν τα σημαντικότερα από τα συστήματα αυτά, καθώς επίσης και τα άτομα μέσω των οποίων μπορούσαν να αποκτήσουν τις πληροφορίες, οι άνθρωποι από το δίκτυο τα πλησίασαν για να τα πείσουν να συνεργαστούν. Αυτά τα άτομα θα καταχώριζαν τα δεδομένα στο cloud. Συνολικά, μέσα στην τράπεζα ήταν καμιά δεκαριά υπάλληλοι.
Το cloud δεν ήταν ένα σύστημα δύσκολο στη χρήση του: ήταν σαν να έμπαινα σε μια ιστοσελίδα μέσω ενός τερματικού που επέτρεπε να βλέπω τα δεδομένα. Για να έχω πρόσβαση, χρησιμοποιούσα ένα στικάκι που με συνέδεε στο Ίντερνετ και χρησίμευε μόνο γι’ αυτό το σκοπό. Για να μπω και να δουλέψω στο σύστημα, χρειαζόταν μόνο μια σύνδεση wi-fi. Ο μηχανισμός βασιζόταν σε ένα λογισμικό παρόμοιο με το BitTorrent, ένα πρωτόκολλο peer-to-peer, που επιτρέπει σε δύο ή περισσότερους υπολογιστές να μοιράζονται τους πόρους τους ισοδύναμα και χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή αρχείων μέσω του Διαδικτύου. Οι πληροφορίες που είχαν εισαχθεί από τους ανθρώπους μας στο εσωτερικό της τράπεζας κατακερματίζονταν σε χιλιάδες αρχεία και ταξινομούνταν στη μνήμη άλλων τόσων υπολογιστών. Οι ιδιοκτήτες αυτών των συσκευών δεν είχαν ιδέα ότι μέσα στους σκληρούς δίσκους τους φυλάσσονταν τα δεδομένα της HSBC.
Για να έχω πρόσβαση στο cloud, χρησιμοποίησα ένα σύστημα ασφαλείας που είχε δημιουργηθεί γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό. Σχημάτιζα ένα νούμερο τηλεφώνου και έπαιρνα έναν κωδικό. Έμπαινα χρησιμοποιώντας το στικάκι και πληκτρολογώντας την αλφαριθμητική ακολουθία που μου δινόταν κάθε φορά. Το βράδυ εξέταζα τα στοιχεία που είχαν προστεθεί κατά τη διάρκεια της μέρας από αυτόν που τροφοδοτούσε διαρκώς τις πληροφορίες του cloud. Το δικό μου έργο ήταν να τα επαληθεύω: πήγαινα στην τράπεζα και ζητούσα από τους εξειδικευμένους χειριστές να μου ανακτήσουν συγκεκριμένα δεδομένα, τα οποία στη συνέχεια αντιπαρέβαλλα με τις πληροφορίες του cloud. Ο έλεγχος αποτελούσε ένα βασικό στάδιο.
Από την HSBC εγώ δεν είχα ανασύρει κανένα δεδομένο, για τον απλό λόγο ότι δεν είχα τη δυνατότητα. Όταν όμως άρχισα να δουλεύω πάνω σε αυτό το υλικό με τους άντρες των μυστικών υπηρεσιών, τότε ναι, παραβίασα το τραπεζικό απόρρητο. Αλλά το έκανα μόνο τότε. Και είμαι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί για την αξιοπιστία εκείνων των πληροφοριών. Αν κάνουμε την παράλογη υπόθεση ότι την επομένη διαβεβαίωνα πως τα στοιχεία ήταν παραποιημένα και όχι αληθή, οι έρευνες θα σταματούσαν αμέσως και οι υποθέσεις θα έκλειναν. Όλα τα μεγάλα συμφέροντα εξαρτιόνταν από εμένα: γι’ αυτό η ζωή μου ήταν σε κίνδυνο και ενδεχομένως να είναι ακόμα και τώρα.
Στο μεταξύ, οι έρευνες απέδειξαν ότι τα στοιχεία ήταν αληθινά, διότι πολλοί πελάτες της HSBC παραδέχτηκαν ότι είχαν ανοίξει λογαριασμό στην τράπεζα, επιβεβαιώνοντας μάλιστα και το ποσό. Μάλιστα, στην Ισπανία επιδικάστηκαν και οι πρώτες ποινές για φοροδιαφυγή.
Το Φεβρουάριο του 2008, με την επιστροφή μου από τον Λίβανο, η εργασία στο cloud διακόπηκε. Είχαμε ήδη συλλέξει συνολικά πληροφορίες 800 γιγαμπάιτ, αλλά όταν είδα ότι τα συστήματα των γαλλικών φορολογικών αρχών ήταν πολύ παλιά, συνειδητοποίησα ότι το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν να χρησιμοποιηθούν οι πιο απλές πληροφορίες από το cloud, δηλαδή γύρω στα 200 γιγαμπάιτ. Όλο το υπόλοιπο υλικό παρέμεινε κρυμμένο, αφού στη Γαλλία κανείς δεν ήταν σε θέση να το χρησιμοποιήσει.
Όσον αφορά τον τεχνικό εξοπλισμό, παρατηρείται μεγάλη δυσαναλογία ανάμεσα στις ιδιωτικές τράπεζες και τις κρατικές υπηρεσίες καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος και της φοροδιαφυγής. Και αυτό συμβαίνει παντού. Οι προσωπικές εμπειρίες μου των τελευταίων ετών με έκαναν να διαπιστώσω από πρώτο χέρι μέχρι ποιο σημείο οι δικαστικές υπηρεσίες χωρών όπως η Γαλλία και η Ιταλία χρησιμοποιούν ανεπαρκή μέσα για την άσκηση του έργου τους. Τους ήταν αδύνατο να χειριστούν την ποσότητα των πληροφοριών που μπορούσα να τους διαθέσω. Στις έρευνές τους τα στοιχεία δε διασταυρώνονται: η εργασία γίνεται κατά τμήματα, ενώ χρησιμοποιείται περισσότερο το χαρτί παρά ο υπολογιστής.
* Απόσπασμα από το βιβλίο των Ερβέ Φαλσιανί και Άντζελο Μινκούτσι «Το χρηματοκιβώτιο των φοροφυγάδων», εκδόσεις Λιβάνη
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο, ΕΔΩ...





