Συνάντηση στο Βοξ(σ.σ. ούτε αυτό υπάρχει πια). Κάθεται στο ίδιο τραπέζι κοντά στο τζάμι. Με συγχωρεί μεγαλοθύμως για την καθυστέρηση. Δηλώνει εξόριστος. Χωρίς περιουσία, χωρίς προστάτες, χωρίς άγκυρα. Αναφέρεται στους...
προσωκρατικούς, στον Όμηρο, στον Παρμενίδη, στον Αναξίμανδρο, ό,τι «αυτός που είναι στην πάνω πλευρά της Γης και αυτός που είναι στην κάτω, είναι και οι δύο πάνω». Μου λέει για την καταστροφή της ελληνικής φόρμας, για τη «Μητέρα του σκύλου» που διασκευάστηκε και παίζεται σε θέατρο της Πράγας, για την ελληνική σιωπή απέναντι στο έργο του. Μία ισχυρή σιωπή που, όμως, κάποτε σπάει από νέα παιδιά, όπως οι ερασιτέχνες του Ταύρου. Διαπιστώνει ότι δεν του υποβάλλουν πολιτικές ερωτήσεις και με τρόπο άμεσο τοποθετείται αυτοβούλως. «Έχει δημιουργηθεί ρήγμα» λέει «μεταξύ του πολίτη και των τριών Αρχών που κυβερνούν τον πολίτη… ρήγμα με τους πολιτικούς που ψηφίζουν υπέρ εαυτών για «παραγραφή μετά διετίαν»… Είναι κατ’ εξοχήν «πολιτικό ον» παρά τη φαινομενική του μοναχικότητα. Μιλάει για το θέατρο στην εποχή της «Τελετής» (σ.σ. το πρώτο έργο του στα μέσα της δεκαετίας του 1960). Τότε «Ήταν ένα θέατρο «αθώο». Αγαπητό στο τότε κοινό. Μέριμνά του είχε να τέρπει τον θεατή ανωδύνως, με τη σύμπραξη άξιων και δημοφιλών κωμικών. Στον μη κωμικό χώρο, ασχολήθηκε με κοινωνικά προβλήματα της τότε κοινωνίας». Συνεχίζει να μιλά για τους θεατρικούς συγγραφείς: Με «την είσοδο του Καμπανέλη μέχρι και αυτήν του Γιάννη Χρυσούλη, προκαλείται μία έκρηξη. Οι ενεχόμενοι συγγραφείς δεν αποτελούσαμε «Σχολή». Και, κυρίως, δεν μιμηθήκαμε ούτε επηρεαστήκαμε, αλλά, κυριολεκτικά διασταυρωθήκαμε με τα μεγάλα ρεύματα: μοντερνισμός, υπερρεαλισμός, το παράλογο. Εγκαταλείψαμε τα «κοινωνικά» προβλήματα ως θέμα του έργου, και στη θέση του ορθώσαμε τον ψυχικό χώρο του ανθρώπου… κατά έναν ανεξήγητα μαγικό τρόπο, μέσα στα κείμενά μας εκρήγνυνται ερωτήσεις, θέσεις, διαπιστώσεις, που ενυπάρχουν στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Η κοσμογολογία του Αναξίμανδρου φερ’ ειπείν». Αλλά και «ο Παρμενίδης που έλεγε πως «το σύμπαν δεν είναι πλήρες, υπάρχει κενό διαστήματος», εισάγοντας την έννοια του απείρου ως χώρου και ως χρόνου, ο Πίνδαρος («Εν ανδρών, εν θεών γένος, εκ μιας δε πνέομεν ματρός…»- θεοί και άνθρωποι είναι μιας μητέρας παιδιά-Νεμεόνικος VI)… και κυρίως ο Ηράκλειτος για τη σκέψη του περί ενότητας όλων των όντων, και την αιώνια μεταβολή τους, για τα γνωμικά του (όπως ότι «αρμονίη αφανής φανερής κρείττων», ή πως «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», ή ακόμη ότι ο Άναξ του Μαντείου των Δελφών «ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει»), αλλά κυρίως η ρήση του που αποτελεί άξονα για κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα, ότι δηλαδή «τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις, όσους δρόμους και αν περιτρέξεις», διότι «ούτω βαθύν λόγον έχουν». Αυτή η ρήση είναι η ουσιώδης αφετηρία για τη γραφή πεζογραφικού ή θεατρικού έργου… Για τον Παύλο Μάτεσι ισχύει ο Πρωταγόρας και το «πάντων χρημάτων (σ.σ. πραγμάτων) μέτρον άνθρωπος»… Στο τέλος μου δίνει με αγάπη το δώρο του, το χειρόγραφο από το τελευταίο του διήγημα, τον «Εναερίτη»(δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Λέξη). Αρχίζω να διαβάζω: «Να ποτίζεις τις γλάστρες, Βλαδίμηρε, τώρα που θα λείπω, μου είπε πεθαίνοντας η μητέρα μου». Έτσι, απλά, ειρηνικά ξορκίζεται ο θάνατος, σκέφτηκα. Και παραδόξως ανατρεπτικά. Η τρομοκρατία του Χάρου εξανεμίζεται… Τον χαιρετώ και βγαίνω. Η πόλη άλλαξε. Έγινε μαγική. Κι εκεί που αρχίζουν τα δέντρα της Στουρνάρη, νομίζω πως είδα τη Μυρτάλη να βγαίνει από το σκοτάδι και να μου χαμογελά. Είναι ακριβώς στο ίδιο σημείο που μια ηλικιωμένη γυναίκα ρώτησε μια μέρα τον Μάτεσι «εσείς γράψατε τη Μητέρα του σκύλου;». Ύστερα, του χάιδεψε τρυφερά το χέρι κι έφυγε. (Οκτώβριος 2008)
Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου