... ή αλλιώς «έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη» ...
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ
«Η δικαιοσύνη λάμπει και μέσα σε φτωχόσπιτα που καπνίζουν και τιμά τους ευσεβείς. Περιφρονεί τη ζωηρόχρωμη αναλαμπή του χρυσού που αποκτήθηκε από λερωμένα χέρια, γιατί...
είναι συνηθισμένη να πάει κοντά στην αγιότητα και όχι να υποκλίνεται μπροστά στα πλούτη, και κρίνει ανάλογα κάθε πράξη» - Αισχύλος
Στις ταινίες, στα δικαστικά δράματα, κερδίζει πάντα το δίκιο. Η τυφλή, κοιλάρα, με τις επιδεικτικές στη γύμνια της διαθέσεις, δένει τα μάτια, υψώνει τη ζυγαριά και ζυγίζει τις απόψεις για να κερδίσει πάντα το σωστό! Να αποδοθεί η δικαιοσύνη! Και όταν σφάλει το ζύγι; Όταν υπάρχει η γενικευμένη πεποίθηση πως αδίκησε, τότε; Τι κάνει τότε; Νιώθει η δικαιοσύνη ντροπή; Κοκκινίζει η λευκή, μαρμάρινη γυναικάρα με τα δεμένα μάτια; Ζητάει ποτέ συγγνώμην; Η σα δράμα φυλάκων, απελευθερώνει κάποτε τον φυλακισμένο, κτυπάει πατ – πατ στην πλάτη τον αδικημένο και συνεχίζει τα ζύγια της, χωρίς συγγνώμη; Τι κάνει η πιο κοντινή Θεά των ανθρώπων, η παρηγορήτρια του; Αυτή που στέκεται πάνω απ όλες τις άλλες εξουσίες, αδιάφθορη, αγέρωχη, τίμια, ηθική, όλο γνώσεις από νομούς και ανθρωπινή συνείδηση; Ντρέπεται ποτέ;
Και είναι λέει, η ντροπή αυξημένη συνείδηση. Ένα οχυρό προσωπικό υπνώνατε στην αγένεια, στην αισχρότητα, στην προστυχιά. Είναι η ταυτότητα μας, ο αυτοπροσδιορισμός μας, η πριβέ μας ηθική υπόσταση. Στο πρόναο λέει, των Δελφών, πριν μπουν για αιώνες πολλούς, οι πιστοί μέσα στο ιερό, ο θεός Απόλλων ο ίδιος, είχε πει στους 7 σοφούς εκείνων των πολύ αρχείων χρονών τα παραγγέλματα του και γραφτήκαν στους τοίχους. Ιερατικές σχολές και κατηχητικά εκεί δεν είχαν. Μόνο τις λέξεις, τις ιερές, τις θειες, γραμμένες στο τοίχο να στέκουν προσταγές και συμβουλές μαζί για την ανθρωπινή γαληνή και την ισορροπημένη εσωτερικότητα. Εκεί και το «Αισχύνην σέβου». Να σέβεσαι την ντροπή! Και αυτός Ησύχιε για όλους τους πιστούς. Και όσους ακόμη, λειτουργούσαν σε μια άλλη θεά, την Θέμιδα, της δικαιοσύνης, με τα κίνκι δεμένα μάτια, σαν υπεραναπτυγμένη μπεμπούλα που παίζει τυφλόμυγα…
«Έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη». Ακούγονταν πάντα το κλισέ, στις τηλεοράσεις. Ναι αλλά πιο πολύ σέβομαι την ντροπή μου! Και τι άλλο εκτός από ντροπή μπορείς να νιώσεις ζώντας την υπόθεση της περιβόητης «ζαρντινιέρας»; Γιατί τη ζούμε όλοι. Από φοιτητές στις πορείες, η έξω απ αυτές. Αρκούσαν τα μακριά μαλλιά, τα φουλάρια στο λαιμό, τα σκισμένα τζιν και τα στρατιωτικά μας τζάκετ, για να μαστε στόχος ως ύποπτοι, αιωνίως και κηρυγμένοι επικίνδυνοι. Μετά ήταν τα ανίψια μας. Κάποτε τα παιδιά μας. Με τα όρθια μαλλιά. Με τα σκουλαρίκια σε απίθανα σημεία. Με το ίδιο βλέμμα, όλο λάμψη, σα να μας κοιτάξει ο ανύποπτους εαυτός μας απ το παρελθόν, από εποχές όλο αθωότητα και άγνοια κινδύνου. Και να μην μπορείς να του ουρλιάξεις «πρόσεχε! Στην έχουνε στημένη!». Ούτε σε εκείνο το παιδί πίσω στο χρόνο, αλλά ούτε και σε τούτο, το δικό σου που σε κοιτάξει απόψε…
Ένα παιδί, που βράδυ σημαδιακό, 17 Νοερή του 2006, βγήκε με έναν φίλο βόλτα. Γύρω στην πόλη, στην Θεσσαλονίκη, ο αέρας και η μυρωδιά η εκμαυλίστηκε, θαλασσινή και βόρεια της πόλης και ο απόηχος, το βουητό μιας πορείας. Τεράστια φοιτητούπολη, πάντα νέα. Και τα παιδιά, πάντα να πιστεύουν πως το καλό κερδίζει ότι και αν συμβεί. Και κάποτε τέτοια μέρα, άλλα παΐδια με μακριά μαλλιά και όνειρα για ψωμί, παιδιά, ελευθερία είχαν πληρώσει φόρο αίματος. Τώρα; Τα πανό διπλώνουν, τα ΜΑΤ κυνηγούν και χτυπάμε τις ασπίδες τους κάνοντας αυτόν τον πρωτόγονο φοβικό ήχο. Το αγόρι της ιστορίας μας, δεν έχει πάει στην πορεία. Μιλάει για τον φίλο του για όλα αυτά που λένε τα αγόρια. Οι σπουδές, η μπάλα, η ομάδα, το κορίτσι με το ωραίο χαμόγελο, ή αυτή που κουνιέται υπέροχα, το σεξ, που θα πάνε πιο μετά; Στο μπαράκι, στο καφέ, στο ταβερνάκι με το φτηνό κρασί και το καλό μεζέ, τον πολίτικο; Ο άντρας με τα πολιτικά, αρπακτικό πέφτει πάνω στ αγόρι της ιστορίας μας. Το κτυπάει. Εκείνο βλέπει αστυνομικούς και ουρλιάζει για βοήθεια (είχε εμπιστοσύνη στην ελληνική αστυνομία βλέπετε!). Κανείς δε βοηθάει. «Μη μου τραβάς, ρε το μανικι» φωνάζει ένας τους. Πέφτουν επάνω του. Του φορούν χειροπέδες. Τον χτυπούν με δεμένα τα χέρια του. Λες και ένα αγόρι αιμόφυρτο, με χειροπέδες στα χεριά είναι κίνδυνος. Βγαίνει το μένος, το μισός, ο φόβος ίσως απ την βραδιά που πέρασε, η εκτόνωση απ τα προσωπικά αδιέξοδα, την μικρότητα του καθενός τους.
Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο κ. Βύρων Πολύδωρας, το ίδιο βραδύ δηλώνει στα μέσα: «Είδα επαγγελματισμό, μεθοδικότητα, σχέδιο και εφαρμογή του, ψυχραιμία και αυτοματισμό στη δράση που είχαν ως επακόλουθο την επιτυχία». Την ημέρα μετά την πορεία, ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, χαρακτήρισε τα επεισόδια της προηγούμενης μέρας ως «περιορισμένης έκτασης τοπικού ενδιαφέροντος». «Η αυτοσυγκράτηση και η ψυχραιμία της Αστυνομίας ήταν παροιμιώδης» τελειώνει την κουνάτε του με στόμφο! Επίσημα η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης ανακοινώνει πως το αγόρι τραυματίστηκε γιατί «έπεσε αρχικά σε σταθμευμένο μοτοποδήλατο και στη συνέχεια σε ζαρντινιέρα που υπήρχε στο σημείο, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί». Μόνο που δε σήκωσε μόνος τη ζαρντινιέρα να την ρίξει στο κεφάλι του δεν είπαν, ενώ τα όργανα, αυτοί με τις στολές και οι άλλοι, οι γνωστοί άγνωστοι, με τις κουκούλες του φώναζαν «μη παιδί μου θα χτυπήσεις»!
Ένας εικονολήπτης καταγράφει τον ξυλοδαρμό, κρυφά. Οκτώ καθηγητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, περνώντας από κει, αρχίζουν να φωνάζουν για να σταματήσουν οι αστυνομικοί το ξύλο. Ζητούν να φωνάξουν ασθενοφόρο, να ειδοποιηθεί ο εισαγγελέας. Οι αστυνομικοί τους σπρώχνουν, τους βρίζουν, θέλουν να τους διώξουν. Οι καθηγητές ζητιάνε ονόματα όλων. Και των αστυνομικών και των άγνωστων με τις κουκούλες! Κάποια ώρα, αργά πια, το βασανισμένο αγόρι μπαίνει σε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας. Τον κρατάνε στο τμήμα μέχρι τα ξημερώματα. Ξημέρωμα τον πάνε στο νοσοκομείο, ενώ δε του λένε σε ποιο. Ειδοποιεί κρυφά την οικογένεια του, με ένα κινητό που είχε κρυμμένο στα ρούχα του. Δε ξέρει σε ποιο νοσοκομείο βρίσκεται, αλλά να ‘ρθουνε. Μετά από τηλέφωνα, πολύωρες έρευνες, προσπάθεια οι δυο του αδελφές και ο πατέρας του τον βρίσκουν στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς, με ζαλάδες, σπασμένη μύτη, μώλωπες παντού, χτυπήματα σε όλο του σώμα. Οι δημοσιογράφοι κάνουν τη δουλειά τους. Το Μέγκα και το Αλτερ προβάλουν το βίντεο που είχε γράψει ο εικονολήπτης. Στο Μέγκα ζητείται σχόλιο απ τον Αστυνομικό Διευθυντή της Θεσσαλονίκη. «Έγιναν τα πράγματα όπως σας είπα» λέει, «έπεσε σε ζαρντινιέρα» και ακόμη «δεν δέχομαι ότι δεμένο με χειροπέδες εδάρη το παιδί». Μετά την προβολή του βίντεο, ο υπουργός, ο κ. Βύρων Πολύδωρας, ανακοινώνει: «Από την ανάγνωση της εικόνας προκύπτουν ακρότητες και υπερβολές. Σε περίπτωση που οι υπαίτιοι είναι Αστυνομικοί, θα επιβληθούν κυρώσεις». Και περιμέναμε χρόνια για αυτές. Εν τω μεταξύ η Διεθνής Αμνηστία, αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα, Έλληνες δημοσιογράφοι καταδείκνυαν την επαίσχυντη αδικία, τη βία, την επικινδυνότητα του να είσαι νέος, το φόβο να βρεθούμε όλοι κάποια στιγμή έρμαια κάτω από υψωμένα αναίτια γκλοπ… Και περιμέναμε…
Ο φοιτητής λέγεται Αυγουστίνος Δημητρίου και είναι από την Κύπρο. Η υπόθεση είναι γνωστή ως «ζαρντινιέρα». Έξι χρόνια μετά, η ελληνική δικαιοσύνη, κάνει τα ζύγια της. Η τυφλή γυμνόστηθη θεότητα, κάπου φαίνεται να τα χάνει, παραδομένη ίσως στον αγέρωχο ναρκισσισμό της.
Αθωώθηκαν! Έξι αστυνομικοί που ήταν κατηγορούμενοι για τον ξυλοδαρμού, αθωώθηκαν! Δύο κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 2,5 ετών, ο καθένας, με 3ετή αναστολή, για πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Το δικαστήριο τους αναγνώρισε ελαφρυντικά, ότι χτύπησαν το αγόρι επειδή προσπάθησαν να το ακινητοποιήσουν και να τον συλλάβουν, αλλά αυτός αντιδρούσε. Την πικρία του για την απόφαση εξέφρασε ο 29 χρόνος πια, Αυγουστίνος Δημητρίου. «Έξι χρόνια τώρα έχω διαλυθεί, έχω χάσει τη ζωή μου, δε θα ξαναέρθω ποτέ στην Ελλάδα», δήλωσε. Έξι χρόνια δεν έβγαινε απ το σπίτι, έκανε συστηματική λήψη φαρμάκων, ζαλιζόταν. Έξι χρόνια να παραμένει θύμα, γιατί πήγε βόλτα κακή στιγμή. Έξι χρόνια να περιμένει την θεά να ζυγίζει την αλήθεια του! Και παραμένει το θύμα μια αλόγιστης βίας, μιας νοοτροπίας που δεκαετίες τώρα μας παράγει θύματα, μια ατιμωρησίας που διαιωνίζει την παραλογή εξουσιομανία της! Κατά τα άλλα; Ναι, έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη και σε καθετί δικό της, αλλά μπορώ και να γράψω, με μεγάλα γράμματα σαν φωνή δυνατή, σαν σύνθημα σε πορεία: «ΑΙΣΧΥΝΗΝ ΣΕΒΟΥ»…