Του Αλέκου Λασκαράτου
Σαν τις χάντρες ενός κομπολογιού που κάποιος τις ρίχνει μία, μία, τακ, τακ, τακ, κλείνουν αυτόν τον καιρό, μαγαζιά στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στις γειτονιές της. Η εικόνα θλιβερή και γνωστή σε όλους μας. Άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους, ιδιοκτήτες χάνουν το νοίκι τους, από το οποίο μπορεί και να... ζούσαν, προμηθευτές και χονδρέμποροι μειώνουν τον τζίρο τους και οδηγούνται σιγά-σιγά και αυτοί σε απολύσεις προσωπικού. Ακόμα και στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της Αθήνας και σε χάι προάστια το βλέπουμε να συμβαίνει.
Όμως εκεί που η κατάσταση αυτή με πονάει πιο πολύ είναι όταν αυτό συμβαίνει, και συμβαίνει, στις γειτονιές. Δεν μιλάω για καταστήματα ειδών δώρων ή άλλα παρεμφερή. Αυτά έχουν εξαφανιστεί από καιρό. Έτσι κι αλλιώς πάντα τα θεωρούσα παράσιτα που δεν προσφέρανε τίποτε το ιδιαίτερο. Μιλάω για μανάβικα, κρεοπωλεία, υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους και άλλα μικροκαταστήματα που δίνανε ζωή στη γειτονιά.
Πηγαίνεις π.χ. στο μανάβικο του Πέτρου. Μετά τα καλημέρα, τι κάνετε, δόξα το Θεό, κλπ., ρωτάς τον Πέτρο, έχεις ακόμα από κείνες τις καταπληκτικές ντομάτες που πήρα προχτές; Όχι κυρ-Αλέκο, μου τέλειωσαν. Αυτές εδώ, και δείχνει το τελάρο, δεν είναι σαν τις άλλες αλλά είναι καλές. Θα ξαναφέρω από κείνες, τις πολύ καλές, μεθαύριο. Να σου φυλάξω μερικές γιατί φεύγουν πολύ γρήγορα; Να μου φυλάξεις. Πόσες; Ξέρω εγώ; ας πούμε δύο κιλά. Άντε καλή σου μέρα, τα λέμε.
Ο κυρ-Γιάννης, ο κρεοπώλης, σε ψιλοκλέβει στο ζύγι αλλά είναι συμπαθέστατος. Θέλει στενή παρακολούθηση. Έχει όμως εξαιρετικά κρέατα. Τι καλό έχουμε σήμερα κυρ-Γιάννη; Έχω κάτι μοσχαρίσιες γάλακτος που τέτοιες δεν έχεις ξαναφάει. Βάλε μου δύο. Μόνο δύο; Νωρίτερα ήρθε μια κυρία και πήρε δέκα (εκτός από τα άλλα, ο κυρ-Γιάννης είναι και φαφλατάς). Θάχει μεγάλη οικογένεια, λέω εγώ. Εγώ μόνος μου πόσες να φάω; Και πάει έτσι λέγοντας, και στον ψαρά, στον περιπτερά. Καθημερινές, αλλά συνάμα ανθρώπινες κουβέντες για υγεία, πολιτική, για τον καιρό κλπ. Ο ψαράς έκλεισε, ο υδραυλικός το ίδιο, ο μανάβης παίρνει σύνταξη στο τέλος του χρόνου και θα το κλείσει.
Προχτές σοκαρίστηκα. Πέρασα μπροστά από την κιγκαλερία (χρωματοπωλεία τα λέγανε παλιά) του Θανάση. Ήταν κλειστή και υπήρχε ενοικιαστήριο στην τζαμαρία. Η κιγκαλερία του Θανάση υπήρχε στην ίδια θέση τουλάχιστον πενήντα χρόνια. Όταν πρωτοήρθαμε από την Αίγυπτο, το 1960, το κατάστημα αυτό υπήρχε ήδη. Το είχε μια θεία του Θανάση. Όταν γέρασε η θεία, το πήρε ο Θανάσης. Μνήμες παιδικές. Να με στέλνει η μητέρα μου, πιτσιρικά δώδεκα χρονών, να πάρω παρκετίνη ή καθαριστικά. Την κυρία την φοβόμουν γιατί ήταν πάντα βλοσυρή και λιγομίλητη. Με κοίταζε μέσα από τα γυαλιά της πρεσβυωπίας (ξέρετε εκείνα τα μισά) και έτρεμα. Αντίθετα ο Θανάσης ήταν πάντα γελαστός. Και τι θέλεις και δεν είχε αυτό το μαγαζί.
Σκούπες, σφουγγαρίστρες, βετέξ, σφουγγαράκια για τα πιάτα. Πρόκες και βίδες όλων των ειδών. Λίμες και κουζινομάχαιρα. Γαντζάκια για τα κάδρα. Σφυριά, κατσαβίδια, σταυροκατσάβιδα, πένσες και τανάλιες. Ανεμιστήρες το καλοκαίρι, καλοριφέρ λαδιού το χειμώνα. Πλαστικές κουρτίνες για το μπάνιο. Χαλάκια για το μπάνιο και για την εξώπορτα. Λάμπες όλων των μεγεθών, βιδωτές και μπαγιονέτ. Καθρέφτες, ανθοδοχεία, φρουτιέρες και σαλατιέρες απλές και διακοσμημένες (γούστου που σπάει κόκαλα…). Τραπεζομάντιλα, πετσέτες κουζίνας. Και βέβαια πολλά είδη οικοδομικών υλικών, όπως μπογιές, πινέλα, ρολά, διαλυτικά, λάκες, κόλλες. Μικρά και μεγαλύτερα αντικείμενα, όλα τακτοποιημένα στη θέση τους, σε συρταρωτά κουτάκια. Για μερικά από αυτά ο Θανάσης έπρεπε να χρησιμοποιήσει σκάλα για να τα κατεβάσει. Τίγκα το μαγαζί. Γιατί αναφέρω τι είχε στο μαγαζί του ο Θανάσης, αφού έκλεισε; Για να τιμήσω το μεράκι του και την προσφορά του στη γειτονιά. Του Θανάση, του κάθε Θανάση, όπως και του κάθε Παύλου και κυρ-Γιάννη.
Πάει λοιπόν ο Θανάσης, το έκλεισε το μαγαζί (την τελευταία φορά που μιλήσαμε μου είχε πει ότι η δουλειά είχε πέσει κατακόρυφα). Μαζί του έκλεισε και μία σταθερή αναφορά πενήντα χρόνων για μένα. Ήταν το παλαιότερο μαγαζί στη γειτονιά. Στη θέση του τώρα ένα κουφάρι θλιβερό. Φτώχυνε η γειτονιά, μαζί της κι’ εγώ. Χωρίς αυτά τα μικρομάγαζα, οι γειτονιές χάνουν τον παλμό τους, χάνουν τη ζωντάνια τους. Μετατρέπονται σε «γειτονιές ύπνου» κατά το αγγλικό bedroon towns ή το γαλλικό villes dortoirs. Ο κόσμος θα πηγαίνει στη δουλειά του το πρωί, θα γυρίζει πίσω το βράδυ και θα κλείνεται στο σπίτι του. Καμία ζωή στη γειτονιά που όλο και θα μαραζώνει. Τώρα, για τα ψώνια, θα πρέπει να παίρνουμε το αυτοκίνητο και να πηγαίνουμε στα μεγάλα, και απρόσωπα, σούπερ μάρκετ. Αλλοίμονο στα γεροντάκια και τις γριούλες που ψωνίζουν λιτά (για το λιτό τους τραπέζι και τις λιτές τους ανάγκες), που τα χιλιάδες είδη στα σούπερ μάρκετ και τα παραγεμισμένα υπερμεγέθη καρότσια, δεν τους λένε τίποτα.
Φτωχαίνουμε λοιπόν. Όχι μόνο οικονομικά αλλά και ανθρώπινα. Ίσως πάνω απ’ όλα ανθρώπινα.
Υ.Γ. Οι ιστορίες είναι αληθινές. Τα ονόματα δεν είναι.
protagon.gr





